Μήπως έχετε πρόβλημα να διαλέξετε την αποκριάτικη στολή του παιδιού σας για φέτος;
Συλλογή από αστείες και πρωτότυπες αποκριάτικες στολές για παιδιά… για να πάρετε ιδέες και να ξεχωρίσετε τις φετινές Απόκριες!
Μήπως έχετε πρόβλημα να διαλέξετε την αποκριάτικη στολή του παιδιού σας για φέτος;
Συλλογή από αστείες και πρωτότυπες αποκριάτικες στολές για παιδιά… για να πάρετε ιδέες και να ξεχωρίσετε τις φετινές Απόκριες!
Ένα λιοντάρι είδε ένα λαγό αποκοιμισμένο κι ετοιμαζόταν να τον φάει, όταν από την άλλη είδε να περνάει τρέχοντας ένα ελάφι. Παράτησε, λοιπόν, το λαγό κι έτρεξε πίσω από το ελάφι έκανε όμως πολύ φασαρία που ο λαγός ξύπνησε κι όπου φύγει φύγει!
Μετά από μεγάλο κυνηγητό, το λιοντάρι κατάλαβε πως πια δεν είχε ελπίδα να προφτάσει το ελάφι. Γύρισε τότε στο σημείο που είχε δει το λαγό, για να διαπιστώσει πως κι αυτός είχε γίνει άφαντος.«Καλά να πάθω», είπε το λιοντάρι. «Άφησα το σίγουρο φαγάκι που ήταν κάτω από τη μύτη μου, ελπίζοντας πως θα έπιανα κάτι μεγαλύτερο».
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα όμορφο χωριό ζούσε ένας πελαργός με τη γυναίκα του και τα παιδιά τους. Έξω από το χωριό ζούσε μια πονηρή αλεπού με κοκκινωπή γούνα και φουντωτή ουρά. Μια μέρα, ο πελαργός και η αλεπού έτυχε να συναντηθούν στο δάσος.
– “Καλημέρα Κύριε Πελαργέ! Πώς από δω;” τον ρώτησε η αλεπού.
– “Ήρθα εδώ στο δάσος για να μαζέψω τροφή για τα παιδιά μου”, της απάντησε ο πελαργός.
– “Μιας κι ήρθες στη γειτονιά μου, θα έρθεις να σου κάνω το τραπέζι”;
Ο πελαργός παραξενεύτηκε με την πρόταση της αλεπούς, αλλά στο τέλος δέχτηκε. Πήγε λοιπόν στο σπίτι της, κάθισε στο τραπέζι και η αλεπού τον σέρβιρε μια ζεστή και αχνιστή σούπα σε ρηχό όμως, πιάτο. Τότε κατάλαβε ο πελαργός, πως η αλεπού ήθελε να γελάσει μαζί του, αφού με το μακρύ του ράμφος ήταν αδύνατο να φάει τη σούπα σε ρηχό πιάτο.
Έκανε λοιπόν πως έτρωγε και αφού τελείωσε και η αλεπού, την ευχαρίστησε και της είπε:
– “Ήταν πολύ νόστιμη η σούπα. Για να σου ανταποδώσω την φιλοξενία, θέλεις να έρθεις αύριο στο δικό μου σπίτι να φάμε μαζί;”
Η αλεπού δέχτηκε την πρόταση του και ο πελαργός ξεκίνησε για το σπίτι του. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν ότι η αλεπού τον κορόιδεψε και ότι θα έπρεπε να πάρει το μάθημά της.
Την επόμενη μέρα, ο πελαργός εξήγησε στη γυναίκα του τί του έκανε η αλεπού. Έτσι, της ζήτησε να ετοιμάσει ένα πολύ ωραίο δείπνο και να το σερβίρει σε γυάλες με ψηλό λαιμό. Όταν πλησίαζε η ώρα, η αλεπού, κουνιστή και λυγιστή, κουνώντας την φουντωτή ουρά της με καμάρι, ξεκίνησε για το σπίτι του πελαργού. Χτύπησε την πόρτα και η οικογένεια την υποδέχτηκε με χαμόγελο.
– “Τι ωραία που μυρίζει! Μου τρέχουν τα σάλια!” σχολίασε η αλεπού.
Κάθισε στο τραπέζι, κι ο πελαργός με τη γυναίκα του έφεραν τις γυάλες. Ο πελαργός έχωσε αμέσως το ράμφος του μέσα στον ψηλό λαιμό της γυάλας και άρχισε να τρώει το φαγητό του με μεγάλη όρεξη. Η αλεπού προσπάθησε να χώσει τη μουσούδα της, αλλά άδικος κόπος. Ούτε μια μπουκιά δεν κατάφερε να φάει.
Αφού τελείωσε το φαγητό του ο πελαργός, σηκώθηκαν από το τραπέζι και η αλεπού προχώρησε μουτρωμένη και νηστική, αλλά χωρίς να πει λέξη. Καληνύχτισε την οικογένεια και έφυγε για το σπίτι της. Στο δρόμο σκεφτόταν συνεχώς, πως αν μαθευόταν το πάθημά της, τα άλλα ζώα δε θα την είχαν πια σε υπόληψη. Και τότε κατάλαβε η αλεπού ότι το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Το ηθικό δίδαγμα είναι προφανές: Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος!
Ο Δίας ήθελε να χειροτονήσει έναν βασιλιά μεταξύ των πουλιών, γι’αυτό όρισε μια ημερομηνία να διαγωνισθούν, κι όποιο πουλί ήταν το πιο όμορφο, να γίνει ο βασιλιάς των πουλιών. Τότε τα πουλιά πήγανε σε έναν ποταμό και πλένονταν για να γίνουν πιο ευπαρουσίαστα για τον διαγωνισμό. Όπως είναι φυσικό, καθώς πλένονταν, τους έπεσαν μερικά φτερά από το κάθε πουλί. Η καλιακούδα τότε, ξέροντας ότι στον διαγωνισμό ομορφιάς θα έβγαινε η πιο άσχημη, πήγε και μάζεψε τα φτερά που πέσανε απο τα άλλα πουλιά και τα κόλλησε επάνω της. Έτσι έγινε το πιο όμορφο απ’ όλα τα πουλιά. Όταν μαζεύτηκαν τα πουλιά για τον διαγωνισμό ομορφιάς, ο Δίας είπε: την καλιακούδα θα ανακηρύξω βασιλιά των πουλιών, το βλέπετε όλοι ότι είναι το πιο όμορφο απ’όλα τα πουλιά.
Τότε όμως τα πουλιά, το καθένα γνώρισε το δικό του φτερό πάνω στην καλιακούδα, και φώναζαν: “Αυτό είναι δικό μου φτερό! Από μένα το πήρε!”, και πήγαινε κάθε πουλί κι έπαιρνε απ’την καλιακούδα το δικό του φτερό. Έτσι σε ελάχιστη ώρα η καλιακούδα απογυμνώθηκε απ’τα ξένα πουλιά και φάνηκε όπως ήτανε, καλιακούδα.
Όσοι αποκτούν πλούτη με δανεικά φαίνονται σπουδαίοι. Όταν όμως τα επιστρέψουν φαίνονται ποιοι είναι στη πραγματικότητα.
Είναι όμως και πολλοί άνθρωποι που με ξένα μέσα, δανεικά, κλεμμένα ή μαζεμένα απο καταγής, αναδεικνύονται μέσα στην κοινωνία. Ο λαός λέει: “με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο κάνουν”.
Μια φορά, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
-Εγώ, έλεγε ο Ήλιος.
-Όχι, εγώ, έλεγε ο Βοριάς.
Κι είχαν τόσο πείσμα, ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε μπροστά στον άλλον.
Έτσι όμως, δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε θα ‘βγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες που ήταν κι οι δυο τους.
-Σου προτείνω ένα στοίχημα! είπε τέλος ο Βοριάς.
-Τι στοίχημα; ρώτησε ο Ήλιος.
-Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο κι όποιος από τους δυο μας καταφέρει και τον γδύσει, εκείνος θα ‘ναι ο δυνατότερος .
-Το δέχομαι το στοίχημα! είπε ο Ήλιος.
Σε λίγο, φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος, που πήγαινε ολομόναχος.
Άρχισε τότε, ο Βοριάς, να φυσάει δυνατά.
Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του, πάνω στο στήθος, για να προφυλαχτεί από τον αέρα.
Ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά κι ο διαβάτης, κούμπωσε το ρούχο του κι επειδή ο Βοριάς δυνάμωνε το φύσημά του, ο καημένος ο άνθρωπος έβγαλε μια μάλλινη κουβέρτα, που την κουβαλούσε σ’ ένα σακί, και τυλίχτηκε μ’ αυτήν, για να μην ξεπαγιάσει.
Όσο πιο δυνατά φυσούσε ο Βοριάς, τόσο πιο σφιχτά τυλιγότανε στην κουβέρτα του ο διαβάτης.
Στο τέλος, ο Βοριάς βαρέθηκε κι έπαψε να φυσάει. Γύρισε στον Ήλιο και του είπε:
-Η σειρά σου τώρα να δοκιμάσεις να τον γδύσεις.
Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό, μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς, κι αμέσως ο διαβάτης έβγαλε από πάνω του την κουβέρτα και την έβαλε στο σακί.
Δυνάμωσε τη λάμψη του ο ‘Ηλιος κι ο διαβάτης ξεκούμπωσε το ρούχο του.
Αλλά ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του κι ο διαβάτης, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, άρχισε να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του, ώσπου, στο τέλος απόμεινε ολόγυμνος και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, μήπως δει κανένα δέντρο για να πάει να ξαπλώσει στον ίσκιο του.
Επειδή όμως δεν έβρισκε δέντρο, έπεσε στο ποτάμι, που περνούσε εκεί κοντά κι έμεινε στο νερό, ώσπου ο Ήλιος, σιγά-σιγά, λιγόστεψε τη λάμψη του.
-Εσύ είσαι ο δυνατότερος! παραδέχτηκε ο Βοριάς, αποχαιρετώντας τον Ήλιο.
Κάποτε, ο αετός και η αλεπού αποφάσισαν να γίνουν φίλοι και σαν φίλοι, σκέφτηκαν να μένουν κοντά ο ένας με τον άλλον. Έτσι, ο αετός έκανε την φωλιά του στην κορυφή ενός ψηλού δέντρου όπου γένησε τα αετόπουλά του, ενώ η αλεπού ανάμεσα σε κάτι θάμνους που βρίσκονταν δίπλα στο ίδιο δέντρο κι εκεί γένησε τα αλεπουδάκια της.
Μια μέρα, η αλεπού είχε βγει για κυνήγι. Ο αετός που δεν είχε κι αυτός τροφή για τον ίδιο και τα αετόπουλά του, πέταξε προς την φωλιά της αλεπούς και άρπαξε τα αλεπουδάκια της τα οποία τα έφαγε μαζί με τα μικρά του.
Όταν γύρισε η αλεπού και είδε την φωλιά της άδεια, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Στεναχωρέθηκε που έχασε τα μικρά της, αλλά και επειδή ο αετός καταπάτησε την φιλία τους. Μα πολύ περισσότερο στεναχωρέθηκε γιατί της ήταν αδύνατο να εκδικηθεί. Πώς θα μπορούσε να τα βάλει με τον αετό που πετάει στα ουράνια; Αυτή είναι ένα ζώο της γης. Αναγκαστικά λοιπόν, έμεινε να περιμένει την στιγμή της εκδίκησης. Κι αυτή η μέρα δεν άργησε.
Σε ένα χωράφι εκεί κοντά, κάποιοι άνθρωποι πρόσφεραν θυσία στους Θεούς μια κατσίκα. Ο αετός πέταξε και κατάφερε να αρπάξει από την κατσίκα που καιγότανε τα σπλάχνα της και τα έφερε στην φωλιά του. Εκείνη τη στιγμή όμως φύσηξε άερας και η θέρμη από τα σπλάχνα έριξε μια σπίθα που ήταν αρκετή να πάρει φωτιά ένα ψιλό κλαδάκι. Πολύ γρήγορα η φωλιά άρχισε να καίγεται και τα αετόπουλα που ήταν μικρά και δεν μπορούσαν να πετάξουν, έπεσαν στη γη. Τότε, η αλεπού που περίμενε καρτερικά, τα άρπαξε και μπροστά στα μάτια τους αετού, τα καταβρόχθισε.
Πολλές φορές βλέπουμε οτι ο αδύνατος δέν μπορεί να υπερασπισθεί το δίκιο του, ωστόσο η δίκαιη κατάρα του εισακούγεται.
Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα στο δάσος ζούσε ένα λιοντάρι, περήφανο και δυνατό. Κάθε φορά που έβγαινε από τη σπηλιά του και βρυχόταν, όλα τα ζώα του δάσους, σαν άκουγαν το δυνατό μουγκρητό του, φοβούνταν και έφευγαν μακριά. Το λιοντάρι ήταν ο βασιλιάς των ζώων του δάσους και μπροστά στη δύναμη του όλα τα ζώα, μικρά και μεγάλα, υποχωρούσαν. Η πονηρή αλεπού, ο γρήγορος λαγός, το ελάφι με τα δυνατά του κέρατα, η αεικίνητη λεοπάρδαλη, ο τεράστιος ελέφαντας, ο δυνατός ρινόκερος, ακόμα και η άγρια αρκούδα, όλα τα ζώα τρόμαζαν όταν άκουγαν το δυνατό βρυχηθμό του λιονταριού και αντίκριζαν τα πελώρια και κοφτερά δόντια του. Όποιο ζώο είχε τολμήσει να τα βάλει με το λιοντάρι, είχε φύγει νικημένο.
Μια μέρα, το λιοντάρι κοιμόταν ήσυχο στη σπηλιά του. Είχε φάει αποβραδίς μια ολόκληρη κατσίκα και είχε βυθιστεί στον ύπνο για να χωνέψει. Εκεί που απολάμβανε τον ύπνο του, ένιωσε κάτι να γαργαλάει την ουρά του. Το λιοντάρι άνοιξε τα μάτια του αγριεμένο και με μια κίνηση, γράπωσε με τα νύχια του τον εισβολέα που είχε χαλάσει την ησυχία του. Και τι να δει; Ένα μικρό γκρι ποντικάκι! Το λιοντάρι δεν πίστευε στα μάτια του.
– «Ποιος είσαι εσύ μικρέ και ανόητε ποντικέ που τολμάς να μπαίνεις στη σπηλιά μου και να με ξυπνάς; Εμένα, το παντοδύναμο λιοντάρι, τον βασιλιά των ζώων;» φώναξε το λιοντάρι, έτοιμο να κάνει μια μπουκιά το μικρό ποντικάκι.
– «Μη με φας βασιλιά μου», τον ικέτεψε τρομαγμένο το ποντικάκι. «Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Έψαχνα μόνο κάτι να φάω γιατί είμαι πεινασμένο. Μη μου κάνεις κακό, κι εγώ, κάποια μέρα, θα σου ανταποδώσω αυτή τη χάρη».
Το λιοντάρι γέλασε ειρωνικά. Τι θα μπορούσε να κάνει αυτό το μικρό και ασήμαντο ποντικάκι για το παντοδύναμο λιοντάρι, τον κυρίαρχο του δάσους… Το άφησε όμως να φύγει χωρίς να το πειράξει, λέγοντας του:
– «Θα σε αφήσω να φύγεις μικρό ποντικάκι, παρόλο που εσύ δεν θα μπορούσες ποτέ να κάνεις κάτι για μένα».
Μία μέρα, το λιοντάρι, εκεί που τριγυρνούσε πεινασμένο στο δάσος ψάχνοντας για τροφή, άκουσε ένα κατσίκι να βελάζει. Τρέχει βιαστικά προς το μέρος του και καθώς πηδάει για να το αρπάξει με τα κοφτερά του νύχια, πέφτει μέσα σε ένα λάκκο που ήταν σκεπασμένος με φύλλα. Πίσω από τα δέντρα ξεπρόβαλλαν κυνηγοί, που είχαν σκάψει το λάκκο για να το παγιδέψουν, έπιασαν το λιοντάρι και το έδεσαν με χοντρά σχοινιά για να μην μπορεί να κουνηθεί.
Οι κυνηγοί έφυγαν για να πάνε στο χωριό να φέρουν βοήθεια για να κουβαλήσουν το λιοντάρι, που ήταν πολύ μεγάλο και βαρύ. Το λιοντάρι έμεινε εκεί, μόνο και αβοήθητο, χωρίς να μπορεί να κουνήσει ούτε τα πόδια ούτε τον κορμό του, που ήταν δεμένα σφιχτά.
Μετά από λίγη ώρα, έτυχε να περνάει από εκεί το μικρό ποντίκι και άκουσε τα βογκητά του λιονταριού. Πλησίασε κοντά του, είδε το λιοντάρι παγιδευμένο στα σχοινιά και τότε του είπε:
– «Κάποτε μου χάρισες τη ζωή μου. Τώρα θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου και θα σε ελευθερώσω».
– «Εσύ θα με ελευθερώσεις; Πώς είναι δυνατόν;» ρώτησε το λιοντάρι.
– «Τώρα θα δεις», του απάντησε ο μικρός ποντικός και βάλθηκε μονομιάς να ροκανίζει τα χοντρά σχοινιά με τα κοφτερά του δόντια.
Το ποντίκι ροκάνιζε ακούραστα, χωρίς να σταματά λεπτό, και μετά από μερικές ώρες σκληρής δουλειάς, κατάφερε να κόψει τα σχοινιά που έδεναν τα πόδια του λιονταριού και να το ελευθερώσει. Το λιοντάρι δεν πίστευε στα μάτια του!
– «Σε ευχαριστώ πολύ», του ψέλλισε συγκινημένο. Το ποντίκι του αποκρίθηκε με ταπεινότητα:
– «Σου είχα υποσχεθεί πως θα σου ανταποδώσω την καλοσύνη που μου έδειξες και κράτησα την υπόσχεσή μου. Τότε γέλασες μαζί μου, γιατί δεν πίστευες πως εγώ, ένα μικρό και ασήμαντο ποντίκι, θα μπορούσα ποτέ να βοηθήσω εσένα, τον βασιλιά των ζώων. Πρέπει να ξέρεις όμως, πως και οι πιο αδύναμοι μπορούν κάποτε να βοηθήσουν αυτούς που είναι δυνατότεροί τους. Και εγώ δεν ξέχασα ποτέ αυτό που έκανες για μένα».
Από τότε, οι δυο τους έγιναν αχώριστοι φίλοι.
Διδάγματα του μύθου
Δεν πρέπει να υποτιμούμε ποτέ τις ικανότητες ή την χρησιμότητα κάποιου, γιατί όλοι έχουν ικανότητες και όλοι οι άνθρωποι είναι χρήσιμοι μέσα στην κοινωνία. Ακόμα και ο πιο μικρός και αδύναμος, όπως ήταν το ποντικάκι, σε σχέση με το παντοδύναμο λιοντάρι, έχει την χρησιμότητα του και μπορεί να βρεθεί σε θέση να βοηθήσει τον δυνατό. Το ποντικάκι με τα κοφτερά του δόντια μπόρεσε να ροκανίσει τα σχοινιά και να ελευθερώσει το λιοντάρι. Επομένως, όταν είμαστε εμείς οι «δυνατοί» δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε κανέναν, γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία και ικανότητες, και όπου μπορούμε, πρέπει να βοηθάμε αυτούς που είναι πιο αδύναμοι από εμάς.
Επίσης, η «δύναμη» ή η «αδυναμία» είναι έννοιες σχετικές και ιδιότητες που αλλάζουν εύκολα, όπως πολλά πράγματα στη ζωή. Ο δυνατός, μπορεί να γίνει αδύναμος και να χρειάζεται βοήθεια και το αντίστροφο, ο αδύναμος να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση και να έχει εκείνος την «δύναμη» να λύσει ένα πρόβλημα ή να βοηθήσει άλλους. Στη ζωή υπάρχουν φορές που είμαστε εμείς οι δυνατοί και μπορούμε να βοηθήσουμε τους άλλους και άλλες φορές που είμαστε εμείς οι αδύναμοι και χρειαζόμαστε την βοήθεια των άλλων, ακριβώς όπως έγινε με το λιοντάρι.
Όταν κάνουμε καλές πράξεις, με τον καιρό η καλοσύνη μας ανταμείβεται.
Όταν κάνουμε κάτι καλό, κάποια μέρα θα «γυρίσει πίσω» σε εμάς. Για αυτό, όταν μπορούμε, πρέπει να βοηθάμε τους άλλους και να δείχνουμε καλοσύνη, χωρίς να περιμένουμε αντάλλαγμα. Γιατί μια μέρα, θα θελήσουμε κι εμείς κάποιος να δείξει καλοσύνη και σε εμάς, χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς εμείς να μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτόν. Το λιοντάρι, λυπήθηκε το μικρό ποντικάκι και το άφησε να ζήσει, χωρίς να περιμένει καμία ανταπόδοση γιατί, έτσι κι αλλιώς, πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε ένα μικρό ποντικάκι να κάνει κάτι για αυτό. Όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, «Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό».
Όταν κάποιος μας ευεργετεί, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε.
Όταν κάποιος μας δείχνει καλοσύνη και μας βοηθάει, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε. Πολλές φορές οι άνθρωποι «ξεχνούν» αυτούς που τους βοήθησαν όταν είχαν ανάγκη και γυρνούν την πλάτη τους σε αυτόν που τους ευεργέτησε. Στην ιστορία μας, το ποντικάκι δεν ξέχασε ποτέ την καλοσύνη που του έδειξε το λιοντάρι, που το άφησε να φύγει όταν θα μπορούσε να το είχε κάνει μια μπουκιά, και στη δύσκολη στιγμή, όταν το λιοντάρι βρέθηκε ανήμπορο και παγιδευμένο, έμεινε κοντά του και έβαλε όλες του τις δυνάμεις για να το ελευθερώσει, ροκανίζοντας ώρες πολλές τα σχοινιά. Η αχαριστία είναι ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα του ανθρώπου.
Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει την φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του. Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από την φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου.
Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι, ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από την φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυκτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα δηλαδή, την μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι.
Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα τον δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη.
Το μυρμήγκι έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, το μυρμήγκι, και του είπε:
– Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά.
– Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες; Ρώτησε το μυρμήγκι.
– Α! Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να μαζέψω τροφές γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα.
– Ε! Αφού τραγούδαγες το καλοκαίρι, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις. Είπε το μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο.
Μια μέρα ο λαγός κοροΐδευε τη χελώνα για το αργό βάδισμα.
Ατάραχη, γυρίζει προς το μέρος του και του λέει:
«Ας κάνουμε ένα αγώνα δρόμου για να δούμε ποιος είναι ο γρηγορότερος».
Ο λαγός έσκασε στα γέλια ακούγοντας τη χελώνα, αλλά αποδέχτηκε την
πρόκληση. Ο αγώνας ορίστηκε για το επόμενο πρωινό.
Η αλεπού έδωσε το σύνθημα και ο αγώνας άρχισε.
Η χελώνα άρχισε να περπατάει, αργά βέβαια,
αλλά με σταθερά βήματα προς το τέρμα.
Ο λαγός βλέποντας τον αργό ρυθμό της αντιπάλου του,
σίγουρος για τη νίκη του, στο μέσο της διαδρομής,
ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο και κοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε, ήταν ήδη αργά, αφού η χελώνα
είχε ήδη φτάσει στο τέρμα κερδίζοντας τελικά τον αγώνα.
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της.
Βρε, λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της;
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας, την πιάνει και τη σφάζει –
μα βρίσκει μόνον έντερα· στις άλλες κότες μοιάζει…
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία:
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία.