Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Η λαίμαργη αλεπού

Μια φορά κι έναν καιρό, κάτι βοσκοί ακούμπησαν στη βαθιά τρύπα ενός δέντρου, το ψωμί τους, το κρέας και μπόλικο τυρί, για να γυρίσουν το μεσημέρι από τη δουλειά τους και να φάνε. Έτυχε όμως να περάσει από κει μια αλεπού, και της ήρθε η μυρωδιά από όλα αυτά τα φαγώσιμα. Μια και δυο τότε χώνεται στην κουφάλα του δέντρου και, πεινασμένη καθώς ήταν, δεν άφησε ούτε ψίχουλο. Βόγκαγε πια από το πολύ φαΐ που καταβρόχθισε, και σαν έκανε να βγει από την κουφάλα του δέντρου, είδε πως είχε τόσο φουσκώσει, που δεν χωρούσε να βγει από την τρύπα.
Τότε, έτυχε να περνά από κει μια άλλη αλεπού.
-Τι έχεις, ξαδέρφη, και κάνεις έτσι; της είπε.
-Άστα, καημένη, τι έπαθα. Έφαγα τόσο πολύ, που φούσκωσα, και δεν μπορώ τώρα να βγω από την τρύπα του δέντρου.
Η φιλενάδα της έβαλε τα γέλια.
-Χα, χα, χα, λαίμαργη ξαδέρφη, της είπε. Να ’ξερες τι αστεία που είσαι έτσι πρησμένη. Περίμενε τώρα εκεί μέσα λίγες ώρες ώσπου να χωνέψεις και τότε θα μπορέσεις πάλι να βγεις.
Μα δεν πιστεύω η λαίμαργη αλεπού να περίμενε πολλές ώρες, γιατί σε λίγο θα έρχονταν οι βοσκοί κα θα την περιποιόντουσαν για τα καλά…

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο Άγιος και το κουπί

Το σπίτι του Γιάννη είναι κοντά στο βουναλάκι του χωριού και κάθε πρωί που ξυπνά αντικρίζει από το παράθυρό του το άσπρο εκκλησάκι, που είναι χτισμένο στην κορυφή του, τον Προφήτη Ηλία. Πολλές φορές ο Γιάννης έχει ανέβει με τον παππού και έχει ανάψει το κεράκι του μπρος στην εικόνα του Αγίου. Ο Γιάννης όμως τώρα μεγάλωσε και θέλει όλα να τα μαθαίνει.
-Γιατί, γιαγιά, ο Άγιος βαστά στον ώμο του ένα κουπί; Τι το θέλει στην κορφή του βουνού το κουπί; Τόσο πολύ αγαπάει τη θάλασσα;
-Κάθε άλλο, του λέει η γιαγιά του. Άκου την ιστορία του για να τη μάθεις, Γιάννη μου! Ο Αη-Λιάς μπήκε από μικρός στα βάσανα της θάλασσας και γέρασε πάνω στο κύμα και μέσα στις φουρτούνες. Κακόπαθε τόσο σα ναύτης και κόντεψε τόσες φορές να πνιγεί, που βαρέθηκε πια τη θάλασσα και τα ταξίδια κι αποφάσισε, σα γέρασε, να πάει σ’ ένα μέρος που να μην ξέρουν οι άνθρωποι ούτε τι θα πει καράβι και θάλασσα. Πήρε λοιπόν το κουπί του στον ώμο και βγήκε στη στεριά. Περπάταγε, περπάταγε βδομάδες και μήνες, και όποιον συναντούσε του έδειχνε το κουπί και τον ρωτούσε: «Ξέρεις τι είναι αυτό;» «Κουπί» του λέγανε όλοι. Και ο Αη-Λιάς έπαιρνε πάλι το δρόμο και όλο ανέβαινε και πιο ψηλά ώσπου κάποτε έφτασε στην κορυφή ενός βουνού. Ρωτά τους ανθρώπους που βρήκε εκεί πάνω: «Τι ειν’ αυτό που κρατώ;» «Ξύλο», του λένε. Τότε κατάλαβε πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους μήτε θάλασσα μήτε κουπί και έμεινε μαζί τους. Γι’ αυτό όταν χτίζουν καμιά εκκλησία στις βουνοκορφές, τη χτίζουν πάντα στ’ όνομα του προφήτη Ηλία.
πηγή: παραμύθια της θείας Λένας.

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το φαρμακερό αγκάθι

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που είχαν την πιο όμορφη βασιλοπούλα του κόσμου. Την καμάρωναν την πεντάμορφη κόρη τους και την πρόσεχαν σαν τα μάτια τους, να μην τους πάθει κανένα κακό. Μια μέρα όμως που η βασιλοπούλα είχε βγει στο περιβόλι του παλατιού να παίξει με τις φιλενάδες της, πήγε να κόψει ένα τριαντάφυλλο, κι ένα αγκάθι της τρύπησε το δάχτυλο τόσο βαθιά, που αμέσως λιποθύμησε. Αμέσως τότε φτάσανε οι γιατροί του παλατιού, να γιατρέψουν την πεντάμορφη βασιλοπούλα, μα κανείς δε μπόρεσε να κάνει τίποτα. Το αγκάθι ήταν φαρμακερό, και η μικρή πριγκίπισσα έμεινε πια με τα μάτια κλειστά. Τότε την ξάπλωσαν σ’ ένα λουλουδένιο κρεβάτι, και κει πάνω, κοιμόταν χρόνια και χρόνια. Κάποια νύχτα έφτασε στο παλάτι από μια μακρινή πολιτεία ένα όμορφο βασιλόπουλο, που έψαχνε να βρει την τύχη του. Ο βασιλιάς καλοδέχτηκε το βασιλόπουλο στο παλάτι του. Την νύχτα όμως, αν και ήταν πολύ κουρασμένο το βασιλόπουλο, δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι, γιατί όλο συλλογιζόταν που θα μπορούσε να βρει την τύχη του. Καθώς όμως τριγύριζε στους διαδρόμους του παλατιού, είδε να βγαίνει από κάποιο δωμάτιο ένα παράξενο γαλάζιο φως, που του έκανε εντύπωση. Πλησίασε, άνοιξε την πόρτα, και είδε την όμορφη βασιλοπούλα να κοιμάται στο λουλουδένιο της κρεβάτι. Πήγε κοντά της, γονάτισε και έμεινε εκεί ώρες να την κοιτά. Έπειτα, πήρε το χέρι της και το χάιδεψε απαλά. Κάποιο αγκάθι ένιωσε στο δάχτυλό της. Το τράβηξε με προσοχή και αμέσως είδε τη βασιλοπούλα να ανοίγει τα όμορφα μάτια της. Χαμογέλασε στο βασιλόπουλο και εκείνο έσκυψε και της φίλησε το μικρό της χεράκι. Μια παράξενη μουσική ακούστηκε την ίδια στιγμή σε όλο το παλάτι. Όλοι ξύπνησαν και έτρεξαν να δούνε από πού έρχεται. Έτρεξε και ο βασιλιάς με τη βασίλισσα στο δωμάτιο της βασιλοπούλας και εκεί είδαν το θαύμα που είχε γίνει. Ευτυχισμένοι και οι δυο τους, αγκάλιασαν την κόρη τους και τη γέμισαν φιλιά. Αγκάλιασαν και το βασιλόπουλο, που ξανάδωσε τη ζωή στο παιδί τους.

-Όπου και να πας, δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ, του είπαν.
Μα το βασιλόπουλο, αγκαλιάζοντας τη μικρή βασιλοπούλα, απάντησε:
-Δε θα γυρίσω πια άλλο τον κόσμο, γιατί την τύχη μου τη βρήκα. Αν το θέλετε και σεις θα ζήσω εδώ, μαζί σας, για πάντα.
Σε λίγον καιρό το γενναίο βασιλόπουλο πήρε γυναίκα του τη μικρή πριγκίπισσα, και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

πηγή: παραμύθια της θείας Λένας

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Η αλεπού και η ουρά της

Για κοίταξε την κυρά Πονήρω, την αλεπού. Δε σου φαίνεται σκεπτική; Ξέρεις γιατί; Γιατί συλλογίζεται τι πονηριά να κάνει πάλι για να βρει έναν καλό μεζέ. Εκεί όμως που περπατούσε ξένοιαστη, χόπ, πιάνεται σε μια παγίδα. Ευτυχώς δεν πιάστηκε ολόκληρη, μόνο η ουρά της, και βάζοντας όλη της τη δύναμη μπόρεσε και λευτερώθηκε. Λαχανιασμένη, έτρεξε και έφτασε στο ποταμάκι. Σαν έσκυψε όμως να πιεί νερό, τι να δει; Η παγίδα της είχε κόψει την ουρά!
– Πω, πω, τι έπαθα, ξεφώνισε. Τι θα γίνω τώρα; Οι άλλες αλεπούδες θα ‘χουν την όμορφη φουντωτή ουρά τους κι εγώ θα είμαι κολοβή σα μαϊμού; Κάτι πρέπει να σκεφτώ! Τι να κάνω;
Ξαφνικά της ήρθε μια σκέψη κι άρχισε να τρέχει έξω από όλες τις αλεπουδοφωλιές και να φωνάζει:
– Ελάτε όλες οι αλεπούδες στην πλατεία με τις αγριοκαστανιές, έχω να σας πω σπουδαία νέα.
Και να, σε λίγο, μικρές και μεγάλες αλεπούδες μαζεύτηκαν στην πλατεία.
-Έχω να σας πω ένα σπουδαίο νέο, τους είπε η κυρά Πονήρω. Ανακάλυψα πως η ουρά μας είναι το πιο περιττό μερος από το σώμα μας. Δεν είναι παι καθόλου της μόδας μια αλεπού να ‘χει ουρά. Είναι απρέπεια κι εξ άλλου είναι και ένα περιττό βάρος. Γι’ αυτό κι εγώ όπως βλέπετε, έκοψα τη δική μου ουρά για να σας δώσω το καλό παράδειγμα. Τρέξτε λοιπόν και κόψτε και σεις τη δικιά σας. Καμία δεν πρέπει να μείνει με ουρά.
Οι αλεπούδες άκουγαν και γύριζαν και κοίταζαν την ουρά τους. Μια όμως απ’ αυτές, η πιο έξυπνη, της είπε:
– Αυτά να τα λες αλλού, κυρά Πονήρω. Επειδή, ποιος ξέρει, με ποια απροσεξία σου έχασες την ουρά σου, θέλεις τώρα να μας παρασύρεις και μας να κόψουμε τη δική μας ουρά. Σε καταλάβαμε, πονηρή. Αυτό σε συμφέρει. Μείνε λοιπόν μόνο εσύ κολοβή, κι εμείς με την όμορφη ουρά μας.
Και φύγανε όλες και παρατήσανε μόνη την πονηρή αλεπού να κοιτάζει λυπημένη την κομμένη της ουρά.

πηγή: παραμύθια της θείας Λένας