Κατηγορίες
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Περνά, περνά η Μέλισσα

Περνά, περνά η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα
Και με τα παιδόπουλα
Περνά, περνά η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα
Και με τα παιδόπουλα
-Τι θέλεις το κόκκινο τριαντάφυλλο ή το άσπρο γιασεμί;
-Το κόκκινο τριαντάφυλλο.
-Πήγαινε από εκεί.
Περνά, περνά η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα
Και με τα παιδόπουλα
Περνά, περνά η μέλισσα
-Τι θέλεις το κόκκινο τριαντάφυλλο ή το άσπρο γιασεμί;
-Το άσπρο γιασεμί
-Έλα από εδώ
Περνά, περνά η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα
Και με τα παιδόπουλα
Περνά, περνά η μέλισσα

Κατηγορίες
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Ήταν ένας γάιδαρος

Ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλ’ αυτιά
το παχνί δεν τ’ άρεσε, ήθελ’ αρχοντιά
Ήθελε η μούρη του να φορέσει σέλα
και να καμαρώνεται με το σύρε κι έλα
Στο δρόμο που επήγαινε είδε μι’ αλεπού
γάιδαρε, τον ρώτησε, για πού, για πού, για πού
Δε σου λέω, αλεπού, τι δρόμο θε να πάρω
την κακή τη σκέψη σου την ξέρω κυρα-Μάρω

Κατηγορίες
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Μια ωραία πεταλούδα

Μια ωραία πεταλούδα,
Μια ωραία πεταλούδα
Μια ωραία πεταλούδα
σ’ένα κήπο μια φορά
καμαρώνει και απλώνει
τα γαλάζια της φτερά
Λάμπουν κόκκινες πιτσίλες,
Λάμπουν κόκκινες πιτσίλες
Λάμπουν κόκκινες πιτσίλες
στα γαλάζια της φτερά
λάμπουν κόκκινες πιτσίλες
στα γαλάζια της φτερά
Όλο τον καιρό γυρίζει,
Όλο τον καιρό γυρίζει
Όλο τον καιρό γυρίζει
και τα άνθη χαιρετά
πότε κάθεται στο ένα
πότε φεύγει και πετά
Όταν έρθει ο χειμώνας,
Όταν έρθει ο χειμώνας
Όταν έρθει ο χειμώνας
πέφτει κάτω και ψοφά
κι όταν έρθει καλοκαίρι
ζωντανεύει και πετά

Κατηγορίες
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Ήταν ένα μικρό καράβι

Ήταν ένα μικρό καράβι
ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν α – α – αταξίδευτο
που ήταν α – α – αταξίδευτο
οεοέ οε οε

Κι έκαν’ ένα μακρύ ταξίδι
κι έκαν’ ένα μικρό ταξίδι
μέσα εις την την την Μεσόγειο
μέσα εις την την την Μεσόγειο
οεοέ οε οε

Και σε πεντέξι εβδομάδες
και σε πεντέξι εβδομάδες
χαθήκαν ο – ο – όλες οι τροφές
χαθήκαν ο – ο – όλες οι τροφές
οεοέ οε οε

Και τότε ρίξανε τον κλήρο
και τότε ρίξανε τον κλήρο
να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί
να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί
οεοέ οε οε

Κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο
κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο
που ήταν α – α – αταξίδευτος
που ήταν α – α – αταξίδευτος
οεοέ οε οε

Κι ο κλήρος πέφτει στα αγόρια
κι ο κλήρος πέφτει στα αγόρια
που ήταν σαν σαν σαν σκυλόψαρα
που ήταν σαν σαν σαν σκυλόψαρα
οεοέ οε οε

Κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια
κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια
που ήταν σαν σαν σαν πριγκίπισσες
που ήταν σαν σαν σαν πριγκίπισσες
οεοέ οε οε

Κατηγορίες
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Μια γίδα μια φορά

Μια γίδα μια φορά,
κουνώντας την ουρά,
εθέλησε κρυφά
να φάει χλωρά κουκιά

Κουνούσε την ουρά,
κουνούσε την ουρά,
κουνούσε την ουρά,
και μάσαγε γερά

Μα ο μπάρμπας ο κουκάς,
την άρπαξε μεμιάς,
και τρέχει ο φουκαράς
να πάει στους δικαστάς

Κουνούσε την ουρά,
κουνούσε την ουρά,
κουνούσε την ουρά,
και μάσαγε γερά

Μα η γίδα η πονηρή,
που’ χε πονηρευτεί,
αρπάζει το σκοινί
και τρέχει να κρυφτεί

Κουνούσε την ουρά,
κουνούσε την ουρά,
κουνούσε την ουρά,
και μάσαγε γερά

Κατηγορίες
VIDEO - Παιδικά

Ραπουνζέλ

 
Η Ραπουνζέλ είναι το παιδί που απέκτησε ένα ζευγάρι το οποίο για πολλά χρόνια έμενε άτεκνο. Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, η μητέρα της επέμεινε να φάει λυκοτρίβολα (ένα είδος γλιστρίδας) από τον γειτονικό κήπο μιας μάγισσας. Ο πατέρας, προκειμένου να μην χαλάσει το χατίρι της εγκύου, δεν είχε άλλη επιλογή από το να μπει επανειλημμένα στον κήπο της μάγισσας και να κλέβει από τα σαλατικά. Όταν τελικά γίνεται αντιληπτός από την μάγισσα, αναγκάζεται να της τάξει το παιδί που θα φέρει στον κόσμο η γυναίκα του. Το παιδί αυτό ονομάστηκε από την μάγισσα “Ραπουνζέλ”, από την κοινή ονομασία των λυκοτρίβολων (Rapunzeln) στην γερμανική γλώσσα.

 
Η μάγισσα φυλάκισε το παιδί σε έναν πύργο χωρίς πόρτα και τόσο ψηλό που να μην μπορεί να ανέβει σκάλα. Ο μόνος τρόπος να ανέβει η ίδια η μάγισσα ήταν να σκαρφαλώσει στα μακριά χρυσά μαλλιά της Ραπουνζέλ, τα οποία της έριχνε η κοπέλα όταν η μάγισσα της έλεγε το κατάλληλο σύνθημα. Ένα βασιλόπουλο ερωτεύτηκε παράφορα την Ραπουνζέλ όταν την άκουσε να τραγουδά και ήθελε να την γνωρίσει από κοντά. Τελικά, παρακολουθώντας την, έμαθε το σύνθημα της μάγισσας και ανέβηκε στην Ραπουνζέλ.

 
Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν, αλλά όταν έγιναν αντιληπτοί από την μάγισσα, η κοπέλα εξορίστηκε σε μια ερημιά, αφού προηγουμένως η μάγισσα της έκοψε τα μαλλιά. Στην συνέχεια, η μάγισσα χρησιμοποίησε τα κομμένα μαλλιά της Ραπουνζέλ για να φέρει το βασιλόπουλο στον πύργο, όπου και του αποκάλυψε την εξορία της αγαπημένης του και ότι δεν επρόκειτο να την ξαναδεί. Πανικοβλημένος, ο νεαρός πήδηξε από τον πύργο, με αποτέλεσμα να πέσει σε έναν θάμνο με αγκάθια και να χάσει το φως του. Όταν οι δύο νέοι ξανάσμιξαν, μετά από λίγα χρόνια κακουχιών, η Ραπουνζέλ είχε ήδη γεννήσει τα δίδυμα παιδιά τους, τα δε δάκρυα χαράς που έβρεξαν τα μάτια του βασιλόπουλου γιάτρεψαν την όρασή του. Μερικές ημέρες μετά, το βασιλόπουλο γύρισε στο παλάτι του με την Ραπουνζέλ και τα νεογέννητα παιδιά τους και παντρεύτηκαν και στο τέλος έζησαν όλοι ευτυχισμένοι.

Κατηγορίες
VIDEO - Παιδικά

Ο Τζακ και η Φασολιά

Ήταν κάποτε ένα αγόρι που το λεγαν Τζακ. Το αγόρι αυτό είχε σπόρους από φασόλια που όταν τα έριχνε στο έδαφος φύτρωνε μια μεγάλη φασολιά που έφθανε ως τον ουρανό. Χάρη σε αυτήν την μεγάλη φασολιά ξεδιπλώνεται η ιστορία όπου ζωντανεύουν οι γίγαντες και τα χρυσά αυγά.

Κατηγορίες
VIDEO - Παιδικά

Η Σταχτοπούτα

Η Σταχτοπούτα είναι ένα κλασικό παραμύθι που αφηγείται τις περιπέτειες μιας κοπέλας, που την κακομεταχειρίζονται η κακιά μητριά της και οι αδερφές της.

 

Κατηγορίες
VIDEO - Παιδικά

Ο Παπουτσωμένος Γάτος

Ένας μυλωνάς είχε τρεις γιους, τον μύλο του, έναν γάιδαρο και έναν γάτο. Οι γιοι του έπρεπε να αλέθουν, ο γάιδαρος να φέρνει το σιτάρι στον μύλο και να μεταφέρει το αλεύρι και o γάτος που έπρεπε να κυνηγάει τα ποντίκια. Όταν πέθανε ο μυλωνάς οι τρεις γιοι χώρισαν την περιουσία. Ο μεγαλύτερος γιος πήρε τον μύλο, ο δεύτερος τον γάιδαρο και ο τρίτος, για τον οποίο δεν είχε μείνει τίποτε άλλο, πήρε τον γάτο. Τότε ο τρίτος γιος ήταν πολύ στεναχωρημένος και έλεγε στον εαυτό του:
«Τελικά εγώ είχα τον χειρότερο κλήρο, ο μεγαλύτερος αδερφός μου πήρε τον μύλο και μπορεί να αλέθει, ο δεύτερος πήρε τον γάιδαρο και μπορεί να τον καβαλάει, ενώ εγώ που πήρα τον γάτο τι μπορώ να τον κάνω; Αν τον δώσω για να μου κάνουν ένα ζευγάρι γάντια από το τομάρι του, αυτό θα ήταν όλη μου η κληρονομιά».
«Άκουσε με» απάντησε τότε ο γάτος, ο οποίος είχε καταλάβει ότι είπε ο τρίτος γιος «δεν χρειάζεται να με σκοτώσεις για να φτιάξεις ένα ζευγάρι μίζερα γάντια από το τομάρι μου. Κανόνισε μόνο να μου φτιάξουν ένα ζευγάρι μπότες, ώστε να μπορώ να συναναστρέφομαι με κόσμο και θα σε βοηθήσω σύντομα».
Ο γιος του μυλωνά έμεινε έκπληκτος που ο γάτος του μίλησε και καθώς είδε έναν παπουτσή να περνάει τυχαία από το σπίτι, τον φώναξε να μπει και του ζήτησε να πάρει μέτρα για να φτιάξει μπότες στο γάτο.

Ο γάτος φόρεσε τις μπότες μόλις φτιάχτηκαν, πήρε ένα σακί και το μισογέμισε με σπόρους. Μετά έκανε μία θηλιά με ένα σχοινί στο πάνω μέρος του σακιού. Τελικά πήρε το σακί στον ώμο και περπατώντας στα δύο του πόδια, σαν να ήταν άνθρωπος, έφυγε από την πόρτα.
Εκείνη την εποχή κυβερνούσε ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ να τρώει πέρδικες. Όμως ήταν πολύ δύσκολο να κυνηγήσεις αυτά τα πουλιά και υπήρχε μεγάλη έλλειψη. Στο δάσος υπήρχαν σε αφθονία αλλά ήταν τόσο φοβισμένες που κανείς κυνηγός δεν μπορούσε να τις πλησιάσει. Αυτό το γνώριζε ο γάτος και σκεφτόταν να κυνηγήσει τα πουλιά με ένα εξυπνότερο τρόπο. Μόλις μπήκε στο δάσος, άνοιξε το σακί για να φαίνονται οι σπόροι, πήρε όμως το σχοινί και το άπλωσε στο γρασίδι μέχρι να φτάσει πίσω από έναν θάμνο. Εκεί κρύφτηκε και ο ίδιος και παραμόνευε. Οι πέρδικες έφτασαν γρήγορα στους σπόρους και η μία μετά την άλλη έμπαιναν στο σακί. Όταν μπήκαν αρκετές στο σακί, ο γάτος τράβηξε το σχοινί έπιασε τα πουλιά. Μετά άνοιξε προσεχτικά το σακί και έπνιξε τις πέρδικες. Τέλος πήρε το σακί στον ώμο και πήγε γρήγορα- γρήγορα στο παλάτι του βασιλιά.
Μόλις τον είδε ο φύλακας του φώναξε: «αλτ, που πας»
«Στον βασιλιά», απάντησε ο γάτος
«Καλός είσαι του λόγου σου» απαντάει ο φρουρός. «Σιγά να μην αφήσω γάτο να πάει στο βασιλιά.»
«Άσε τον να πάει» λέει ένας άλλος φύλακας. «Ο βασιλιάς συχνά βαριέται. Ο γάτος μπορεί να του φτιάξει το κέφι με τα νιαουρίσματα του και με τα παιχνίδια του.»
Μόλις ο γάτος παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά έκανε μία βαθιά υπόκλιση και είπε: “Βασιλιά μου, ο αφέντης μου ο κόμης…» και στη συνέχεια είπε ένα μακρύ και πολύ επίσημο όνομα, «δίνει τα διαπιστευτήρια του στον βασιλιά και του στέλνει πέρδικες, τις οποίες έπιασε λίγο πιο πριν με τα βρόχια του».

Ο βασιλιάς έμεινε έκπληκτος από τις πολλές και παχιές πέρδικες, δεν μπορούσε να κρατηθεί από την χαρά του και διέταξε να βάλουν τόσο χρυσό στον σάκο του γάτου όσο θα μπορούσε να κουβαλήσει. «Αυτά να το πας στον αφέντη σου και να τον ευχαριστήσεις πολύ για το δώρο του.»
Ο φτωχός γιος του μυλωνά καθόταν όμως στο σπίτι βλέποντας έξω από το παράθυρο και αναλογιζόταν ότι έδωσε τα τελευταία του χρήματα για τις μπότες του γάτου. Αναρωτιόταν δε τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να του φέρει ο γάτος για αντάλλαγμα. Τότε μπήκε στο σπίτι ο γάτος, κατέβασε το σακί από τον ώμο του και αφού το άνοιξε άδειασε το χρυσάφι μπροστά από τον μυλωνά.
«Τώρα έχεις μια περιουσία στα πόδια σου, και ο βασιλιάς σου στέλνει χαιρετίσματα και σε ευχαριστεί πολύ».
Ο μυλωνάς ήταν ευτυχισμένος με τα πλούτη που απέκτησε χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο γάτος όμως όσο έβγαζε τις μπότες εξήγησε στον αφέντη του τι ακριβώς είχε συμβεί.
«Τώρα έχεις αρκετά χρήματα αλλά δεν θα μείνεις με αυτά, αύριο θα ξαναβάλω τις μπότες μου και θα γίνεις ακόμη πλουσιότερος, επίσης στον βασιλιά είπα ότι είσαι ένας κόμης.»
Την επόμενη ημέρα ο γάτος, όπως είχε πει, έβαλε και πάλι τις μπότες του και ξαναβγήκε στο δάσος πηγαίνοντας και πάλι στον βασιλιά πλούσιο κυνήγι. Έτσι συνέβαινε κάθε μέρα και κάθε μέρα ο γάτος έφερνε χρυσάφι στο σπίτι. Ήταν πια τόσο αγαπητός στον βασιλιά, που μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει όποτε ήθελε στο παλάτι και να πηγαίνει όπου ήθελε.
Μία μέρα καθόταν στη κουζίνα πλάι στον φούρνο για να ζεσταθεί και ήρθε ένας αμαξάς ο οποίος έβριζε:
«Θα ευχόμουν τον βασιλιά και την πριγκίπισσα να τους έπαιρνε ο δήμιος! Ήθελα να πάω στην ταβέρνα, να πιω ένα κρασί και να παίξω κανένα χαρτάκι και τώρα με κάλεσαν να τους πάω βόλτα στη λίμνη.»
Μόλις το άκουσε ο γάτος πήγε ήσυχα στο σπίτι και είπε στον αφέντη του:
«Αν θέλεις να γίνεις κόμης και να αποκτήσεις πλούτη, τότε έλα μαζί μου στη λίμνη και μπες μέσα να κάνεις μπάνιο.»
Ο μυλωνάς δεν ήξερε τι να πει, αλλά ακολούθησε τον γάτο και μπήκε ολόγυμνος μέσα στο νερό. Ο γάτος όμως του πήρε τα ρούχα του και τα έκρυψε. Καλά- καλά δεν πρόλαβε να τα κρύψει και να σου εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Τότε ο γάτος άρχισε να εκλιπαρεί και να λέει:
«Αμάν καλοσυνάτε βασιλιά μου, ο αφέντης μου κολυμπούσε στη λίμνη και ένας ληστής του έκλεψε τα ρούχα που τα είχε αφήσει στην όχθη. Τώρα ο κόμης είναι μέσα στο νερό και δεν μπορεί να βγει και αν μείνει και άλλο μέσα θα αρρωστήσει και θα πεθάνει».
Μόλις το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, ζήτησε να σταματήσουν και έστειλε έναν από τους ανθρώπους του να πάνε και να φέρουν από τα δικά του ρούχα. Τότε ο κόμης φόρεσε τα λαμπερά ρούχα και καθώς ο βασιλιάς πίστευε ότι οι καταπληκτικές πέρδικες είχαν αποσταλεί από αυτόν, του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην αμαξά του. Την πριγκίπισσα δεν την ενόχλησε καθόλου ο καλεσμένος, καθώς ήταν νέος, όμορφος και της άρεσε.
Ο γάτος όμως έφυγε γρήγορα- γρήγορα και περνούσε πριν από το κάρο στους δρόμους που θα ακολουθούσε ο βασιλιάς. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο λιβάδι, όπου βρισκόταν περισσότεροι από εκατό άνθρωποι οι οποίοι έφτιαχναν δεμάτια από σιτάρι.
«Ποιανού είναι αυτό το λιβάδι» ρώτησε ο γάτος.
«Του μεγάλου μάγου» απάντησαν αυτοί.
«Ακούστε με» τους λέει ο γάτος «τώρα σε λίγο θα περάσει ο βασιλιάς. Όταν σας ρωτήσει σε ποιον ανήκει το λιβάδι, θα πείτε στον κόμη. Αν δεν το πείτε θα βάλω να σας σκοτώσουν στο ξύλο».
Μετά από αυτό πήγε ένα χωράφι σπαρμένο με καλαμπόκια και τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε κανείς να δει μέχρι που φτάνει. Πάνω από διακόσιοι άνθρωποι έκοβαν κουκουνάρες.
«Σε ποιον ανήκει το καλαμπόκι» ρώτησε ο μυλωνάς.
«Στον μάγο» αποκρίθηκαν οι εργαζόμενοι.
«Ακούστε με» τους λέει ο γάτος «τώρα σε λίγο θα περάσει ο βασιλιάς. Όταν σας ρωτήσει σε ποιον ανήκει το χωράφι θα πείτε στον κόμη. Αν δεν το πείτε θα βάλω να σας σκοτώσουν στο ξύλο».
Στη συνέχεια ο γάτος έφτασε σε ένα όμορφο δάσος, όπου βρισκόταν περισσότεροι από τριακόσιοι άνθρωποι που έκοβαν βελανιδιές και στοίβαζαν ξύλα.
«Ποιανού είναι το δάσος» ρώτησε ο γάτος.
«Του μάγου» αποκρίθηκαν οι εργαζόμενοι.
«Ακούστε με» τους λέει ο γάτος «σε λίγο θα περάσει ο βασιλιάς. Όταν σας ρωτήσει σε ποιον ανήκει το δάσος θα πείτε στον Κόμη. Αν δεν το πείτε θα βάλω σας σκοτώσουν όλους».

Οι άνθρωποι τον κοιτούσαν και καθώς είχε αυτή την περίεργη αμφίεση και περπατούσε σαν άνθρωπος με τις μπότες του, τον φοβήθηκαν και θέλησαν να κάνουν ότι τους είπε.
Τελικά έφτασε στο παλάτι του μάγου και παρουσιάστηκε θαρραλέα μπροστά του. Ο μάγος τον κοίταξε υποτιμητικά και τον ρώτησε τι θέλει. Ο γάτος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και του λέει:
«Έχω ακούσει ότι μπορείς να μεταμορφωθείς σε οποιοδήποτε ζώο επιθυμείς. Σε ότι αφορά τα συνηθισμένα ζώα, δηλαδή τον σκύλο, την αλεπού ή τον λύκο, μπορώ να το πιστέψω. Αλλά να μεταμορφωθείς σε ελέφαντα μου φαίνεται παντελώς αδύνατο και για αυτό ήρθα να το διαπιστώσω και μόνος μου.»
Ο μάγος του απάντησε με περηφάνια:
«Αυτό δεν είναι τίποτα» και σε μία στιγμή είχε μεταμορφωθεί σε ελέφαντα.
«Αυτό είναι καταπληκτικό, αλλά μπορείς να μεταμορφωθείς και σε λιοντάρι;»
«Ούτε αυτό δεν είναι τίποτε» απάντησε ο μάγος και στάθηκε ως λιοντάρι μπροστά στον γάτο.
Ο γάτος έκανε ότι τρόμαξε και φώναξε:
«Αυτό είναι απίστευτο και ανήκουστο, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσα να το φανταστώ ούτε στα όνειρά μου, αλλά περισσότερο από όλα θα με εκπλήξει αν μπορούσες να μεταμορφωθείς σε ένα μικρό ζώο όπως ένα ποντίκι. Πιστεύω ότι είσαι ο μεγαλύτερος από όλους τους μάγους του κόσμου αλλά κάτι τέτοιο μου φαίνεται ότι είναι ακατόρθωτο ακόμη και για εσένα».
Στο μάγο άρεσαν πολύ οι κολακείες του γάτου και τελείως φιλικός.
«Ορίστε αγαπητό μου γατάκι, και αυτό μπορώ να το κάνω» απάντησε ο μάγος και μεταμορφώθηκε σε ποντίκι και άρχισε να χοροπηδάει στο δωμάτιο.
Ο γάτος πήδηξε πίσω από το ποντίκι, το άρπαξε με ένα πήδημα και το έφαγε.
Στο ενδιάμεσο όμως ο βασιλιάς συνέχισε την βόλτα με τον κόμη και την πριγκίπισσα μέχρι που φτάσανε στο μεγάλο λιβάδι.
«Σε ποιον ανήκουν τα δεμάτια με το στάρι» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Σον κύριο Κόμη» απάντησαν όλοι όπως τους είχε διατάξει ο γάτος.
«Σας ανήκει ένα καταπληκτικό μέρος γης» είπε ο βασιλιάς απευθυνόμενος στον φιλοξενούμενο του.
Μετά φτάσανε στο λιβάδι με τα καλαμπόκια και ο βασιλιάς ρώτησε:
«Σε ποιον ανήκει το καλαμπόκι;»
«Στο κύριο Κόμη.»
«Κοίτα να δεις» λέει ο βασιλιάς «στον Κόμη ανήκουν πολύ όμορφα χωράφια»
Μετά από αυτό έφτασαν στο δάσος
«Σε ποιον ανήκει το ξύλο;»
«Στον κύριο Κόμη.»
Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε ακόμη περισσότερο και λέει:
«Θα πρέπει να είστε πολύ πλούσιος κύριε Κόμη, εγώ δεν πιστεύω ότι έχω στην κατοχή μου ένα τόσο καταπληκτικό δάσος.»
Επιτέλους έφτασαν στο παλάτι. Ο γάτος στεκόταν ψηλά πάνω στην σκάλα και μόλις είδε να φτάνει η άμαξα πήδηξε κάτω άνοιξε την πόρτα και λέει:
«Βασιλιά μου φτάσατε εδώ στο παλάτι του αφέντη μου, και αυτή η τιμή θα τον κάνει ευτυχισμένο σε όλη του τη ζωή».
Ο βασιλιάς κατέβηκε από την άμαξα και έμεινε έκπληκτος από τον φανταχτερό κτήριο, το οποίο ήταν σχεδόν μεγαλύτερο και ομορφότερο από το δικό του παλάτι. Ο κόμης όμως συνόδευσε την πριγκίπισσα να ανέβει την σκάλα σε μία αίθουσα η οποία γυάλιζε από το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες. Τότε ο βασιλιάς αρραβώνιασε την πριγκίπισσα με τον κόμη και όταν ο βασιλιάς πέθανε έγινε ο κόμης βασιλιάς. Ο δε γάτος έγινε ο πρώτος υπουργός.

Πηγή: http://paramithakia.blogspot.gr/

Ο παπουτσωμένος γάτος είναι λαϊκό παραμύθι το οποίο είναι γνωστό ως ένα από τα οκτώ παραμύθια της συλλογής «Ιστορίες και παραμύθια μιας προηγούμενης εποχής του Σαρλ Περώ (Charles Perrault).

Στο παραμύθι περιγράφεται η αδικία σε μία κλασική περίπτωση κληρονομιάς. Μετά από τον θάνατο ενός μυλωνά ο πρώτος γιος κληρονομεί τον μύλο, ο δεύτερος τον γάιδαρο και ο τρίτος τον φαινομενικά άχρηστο γάτο. Ο γάτος καταφέρνει να πείσει τον γιο του μυλωνά όχι μόνο να μην χρησιμοποιήσει το τομάρι του για να κάνει γάντια αλλά και να του φτιάξει ένα ζευγάρι μπότες με τα τελευταία του χρήματα. Από το σημείο εκείνο και μετά ο γάτος εξασφαλίζει στο νέο του αφεντικό αρχικά χρυσάφι, μετά μεγάλη ιδιοκτησία σε γη και ένα παλάτι και στο τέλος την ίδια την βασιλοπούλα για σύζυγο.

Κατηγορίες
VIDEO - Παιδικά

Ο Ασπροδόντης

Ο Ασπροδόντης είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο του Τζακ Λόντον. Αφηγείται τις περιπέτειες ενός μικρού λύκου που, από μικρό ακόμα κουτάβι, πλησίασε τους ανθρώπους, οι οποίοι του πρόσφεραν προστασία, ζεστασιά και τροφή. Σιγά-σιγά εγκαταλείπει τον κόσμο της άγριας φύσης και υποτάσσεται στους ανθρώπους (τους οποίους τους παρομοιάζει ως θεούς – παντοδύναμους, που ελέγχουν τα πάντα). Όμως, ακολουθούν πολλές περιπέτειες, υπάρχουν πολλοί εχθροί που τον επιτίθενται συνεχώς (πολλές φορές ακόμα και η αγέλη) και άνθρωποι που τον κακομεταχειρίζονται. Θα καταφέρει να ξεπεράσει όλα τα προβλήματα που τον περιτριγυρίζουν;