Μια φορά κι έναν καιρό, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ένας φτωχός γερο-γεωργός και η γυναίκα του αποφάσισαν πως έπρεπε να πουλήσουν την τελευταία τους αγελάδα, αφού δεν τους είχαν μείνει καθόλου λεφτά, ούτε και φαγητό στο ντουλάπι. Καθώς ο γεωργός περπατούσε λυπημένος προς το παζάρι, συνάντησε στον δρόμο ένα παράξενο ανθρωπάκι. Είχε μια μακριά λευκή γενειάδα που έφτανε μέχρι τα πόδια του, που ήταν γυμνά, και φορούσε ένα τεράστιο μαύρο καπέλο. Στο χέρι του κουβαλούσε μια παλιά χύτρα για βραστό.
«Όμορφη φαίνεται η αγελάδα σου», είπε το παράξενο ανθρωπάκι. «Την πουλάς;»
«Ναι», είπε ο γεωργός.
«Ωραία, λοιπόν, θα την αγοράσω», δήλωσε ο παράξενος άντρας, αφήνοντας με κρότο κάτω τη χύτρα του. «Θα σου δώσω αντάλλαγμα για την αγελάδα σου αυτή τη χύτρα για βραστό!»
O γεωργός κοίταξε την παλιά χύτρα για βραστό και μετά την όμορφη αγελάδα του. Ήταν έτοιμος να πει, «Όχι, βέβαια!» όταν μια φωνούλα ψιθύρισε, «Πάρε με! Πάρε με!»
Ο γεωργός ξαφνιάστηκε. Θεέ μου, του αρκούσε η φτώχεια του, δεν χρειαζόταν ν’ ακούει και παράξενες φωνές. Άνοιξε ξανά το στόμα του για να πει, «Όχι, βέβαια!» όταν άκουσε ξανά τη φωνούλα: «Πάρε με! Πάρε με!»
O γεωργός κατάλαβε αμέσως πως πρέπει να ήταν μαγική χύτρα και επειδή ήξερε πως δεν τα βάζεις με τις μαγικές χύτρες, είπε πολύ γρήγορα στον παράξενο ανθρωπάκο, «Σύμφωνοι!» και του έδωσε την αγελάδα. Έσκυψε να πάρει τη χύτρα και όταν κοίταξε ξανά προς τα πάνω, ο παράξενος ανθρωπάκος είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς.
Ο γεωργός ήξερε πως πολύ δύσκολα θα εξηγούσε στη γυναίκα του πώς έγινε κι αντάλλαξε την πολύτιμη αγελάδα τους με μια παλιά χύτρα για βραστό.
Πράγματι, η γυναίκα θύμωσε πολύ και άρχισε να γκρινιάζει, όταν μια φωνή ακούστηκε από τη χύτρα: «Πάρε με μέσα, καθάρισέ με, γυάλισέ με και θα δεις αυτό που πρέπει να δεις!»
Η γυναίκα του γεωργού ξαφνιάστηκε, αλλά έκανε αυτό που είχε ακούσει. Έπλυνε τη χύτρα μέσα κι έξω και μετά τη γυάλισε, μέχρι που έγινε σαν καινούρια. Πριν καλά καλά τελειώσει, η χύτρα πήδηξε από το τραπέζι και βγήκε κατευθείαν έξω από την πόρτα. Ο γεωργός και η γυναίκα του κάθισαν δίπλα στη φωτιά, κοιτάζοντας αμίλητοι ο ένας τον άλλο. Δεν είχαν χρήματα, δεν είχαν αγελάδα, ούτε φαγητό – και τώρα φαινόταν πως δεν είχαν καν τη μαγική τους χύτρα.
Λίγο πιο κάτω από το σπίτι του φτωχού γεωργού ζούσε ένας πλούσιος άνθρωπος. Ήταν ένας εγωιστής που περνούσε όλο τον καιρό του τρώγοντας τεράστια γεύματα και μετρώντας τα χρήματά του. Είχε πολλούς υπηρέτες, ανάμεσά τους και μια μαγείρισσα που εκείνη την ώρα βρισκόταν στην κουζίνα φτιάχνοντας τη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα. Η πουτίγκα ήταν γεμισμένη με δαμάσκηνα, σταφίδες, αμύγδαλα κι ένας θεός ξέρει τι άλλο. Φαινόταν τόσο μεγάλη που η μαγείρισσα συνειδητοποίησε πως δεν είχε αρκετά μεγάλη χύτρα για να τη βράσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η χύτρα του βραστού διέσχισε το κατώφλι.
«Χριστός κι Απόστολος!» φώναξε η γυναίκα. «Τα πνεύματα πρέπει να μου έστειλαν αυτή τη χύτρα ακριβώς στην ώρα για να φτιάξω την πουτίγκα μου», και έριξε την πουτίγκα μέσα στη χύτρα. Αμέσως μόλις η πουτίγκα έπεσε στον πάτο της χύτρας με έναν πολύ όμορφο ήχο, η χύτρα πήδηξε ξανά έξω από την πόρτα. Η μαγείρισσα έβγαλε μια δυνατή στριγκλιά, αλλά όταν όρμησαν στην κουζίνα ο μπάτλερ, ο τραπεζοκόμος, η σερβιτόρα και το αγόρι που σκάλιζε τον κήπο, η χύτρα είχε εξαφανιστεί από τα μάτια τους.
Στο μεταξύ, η χύτρα του βραστού κατηφόριζε το δρομάκι για το σπίτι του φτωχού γεωργού. Ο γεωργός και η γυναίκα του χάρηκαν που είδαν ξανά τη χύτρα και ευχαριστήθηκαν ακόμη περισσότερο όταν ανακάλυψαν την υπέροχη πουτίγκα. Η γυναίκα την ετοίμασε και τους έφτασε για τρεις μέρες. Έτσι, τελικά, πέρασαν χαρούμενα Χριστούγεννα, καθώς η παλιά χύτρα του βραστού καθόταν ήσυχα δίπλα στη φωτιά.
Κύλησαν οι μέρες, ήρθε η άνοιξη και η χύτρα καθόταν ακόμη ήσυχα δίπλα στη φωτιά. Μια μέρα, η χύτρα περπάτησε ξαφνικά προς τη γυναίκα του γεωργού και της είπε: «Καθάρισέ με, γυάλισέ με και θα δεις αυτό που πρέπει να δεις».
Έτσι, η γυναίκα του γεωργού γυάλισε τη χύτρα μέχρι που έγινε λαμπερή σαν καινούρια.
Τη στιγμή που τελείωσε, η χύτρα πήδηξε από το τραπέζι και βγήκε κατευθείαν έξω από την πόρτα.
Θα θυμάσαι πως ο πλούσιος άντρας χαιρόταν πολύ να μετράει τα λεφτά του. Καθόταν εκεί, στο μεγάλο σαλόνι του, με στοίβες από χρυσά και ασημένια νομίσματα επάνω στο τραπέζι και μεγάλα φουσκωμένα σακούλια με λεφτά στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του.
Αναρωτιόταν πού θα έκρυβε τα χρήματά του, όταν μπήκε μέσα η χύτρα. Στο μεταξύ, η μαγείρισσα, επειδή φοβόταν πολύ τον θυμό του πλούσιου ανθρώπου, δεν του είχε πει για τη χύτρα που έκλεψε τη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα, έτσι όταν αυτός είδε τη χύτρα χάρηκε πολύ.
«Για φαντάσου!» φώναξε. «Τα πνεύματα μου έστειλαν αυτή τη χύτρα ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να φυλάξω τα λεφτά μου», και πέταξε αρκετά σακούλια με χρήματα μέσα στη χύτρα. Αμέσως μόλις τα σακούλια έπεσαν στον πάτο με ένα πολύ γλυκό «γκλινγκ», η χύτρα κίνησε ξανά και βγήκε από το δωμάτιο. Ο πλούσιος άντρας φώναζε και τσίριζε, αλλά μέχρι να φτάσει ο αμαξάς, ο υπηρέτης του και ο ιπποκόμος στο μεγάλο σαλόνι, η χύτρα δεν φαινόταν πουθενά.
Κατηφόριζε στο δρομάκι για το σπίτι του γεωργού. Αυτός και η γυναίκα του χάρηκαν που είδαν ξανά τη χύτρα και ευχαριστήθηκαν ακόμη περισσότερο όταν ανακάλυψαν τα σακούλια με το χρυσό και το ασήμι. Aκόμη κι όταν αγόρασαν μια καινούρια αγελάδα, υπήρχαν μέσα αρκετά χρήματα για να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους.
Όσο για την παλιά χύτρα του βραστού, αυτή καθόταν ήσυχα δίπλα στη φωτιά για πολλά, πολλά χρόνια. Και ύστερα, μια μέρα, βγήκε ξαφνικά από την πόρτα, κατηφόρισε στον δρόμο μέχρι που δεν φαινόταν πια και ο γεωργός με τη γυναίκα του δεν την ξαναείδαν ποτέ.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός χωρικός. Τα βράδια φρόντιζε την φωτιά στο σπίτι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε. Μια μέρα λέει στη σύντροφό του «Πόσο μονότονα που είναι αφού δεν έχουμε παιδιά! Έχουμε τόση ησυχία στο σπίτι μας ενώ τα άλλα σπίτια έχουν φασαρία και χαρά!» «Ναι»απάντησε αναστενάζοντας η γυναίκα «ας είχαμε ένα μόνο παιδάκι και ας ήταν τόσο δα μικρό» είπε δείχνοντας τον αντίχειρά της, «εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη και θα το αγαπούσαμε με όλη μας την καρδιά!»
Τότε η γυναίκα αρρώστησε και μετά από επτά μήνες γέννησε ένα παιδάκιτο οποίο ήταν μεν αρτιμελής αλλά δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος έναν αντίχειρα. Το ζευγάρι είπε τότε πως εκπληρώθηκε η ευχή του, και φρόντιζε με αγάπη το μικρό αγοράκι και το ονόμασαν Τοσοδούλη. Οι γονείς δεν του στέρησαν ποτέ φαγητό αλλά το παιδί δεν μεγάλωσε και έμεινε μικρό όπως ήταν την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε. Ωστόσο αντιλαμβανόταν τα πάντα και ήταν πολύ έξυπνο και εργατικό.
Μια μέρα ο αγρότης ετοιμάστηκε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα και μονολογούσε:
«Τι καλά που θα ήτανε αν είχα κάποιον μου φέρει την άμαξα όταν τελειώσω με το κόψιμο των ξύλων!» «Μα πατέρα εγώ είμαι εδώ,» φώναξε ο Τοσοδούλης «μείνε ήσυχος ότι θα σου φέρω την άμαξα ότι ώρα την χρειαστείς.» Ο πατέρας γέλασε και είπε: «Πως θέλεις να το κάνεις αυτό αφού είσαι πολύ μικρός για μια τόσο δύσκολη δουλειά;» «Δεν πειράζει πατέρα μόνο θα βάλω την μητέρα να ετοιμάσει την άμαξα και εγώ θα μπω στο αυτί του αλόγου και θα του δίνω διαταγές προς τα που θα πρέπει να πηγαίνει!» «Λοιπόν» απάντησε ο αγρότης «για μία φορά μπορούμε να το δοκιμάσουμε!»
Όταν ήρθε η ώρα η μητέρα έζεψε την άμαξα και έβαλε τον Τοσοδούλη στο αυτί του αλόγου. Ο μικρός άρχισε τότε να δίνει εντολές, «χιου και χο! Χοτ και χαρ!» Το άλογο υπάκουε και ακολουθούσε τις εντολές σαν να το οδηγούσε ο αφέντης του και πήγαινε στο σωστό δρόμο για το δάσος. Την ώρα όμως που έστριβε σε ένα δρόμο και φώναζε «χαρ, χαρ!» περνούσαν δύο ξένοι και απόρησαν με το θέαμα. «Αμάν τι γίνεται» αναρωτήθηκε ο ένας «μία άμαξα προχωράει στο δρόμο, με έναν αμαξά ο οποίος δίνει εντολές στα άλογα αλλά παρόλα αυτά δεν φαίνεται πουθενά.» «Κάτι δεν πάει καλά εδώ» απάντησε ο άλλος «ας ακολουθήσουμε την άμαξα για να δούμε που θα σταματήσει!» Η άμαξα όμως μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος και έφτασε σωστά στο μέρος στο οποίο είχαν κοπεί τα ξύλα. Όταν ο Τοσοδούλης είδε τον πατέρα του φώναξε: «είδες πατέρα έφτασα με την άμαξα, τώρα κατέβασε με.» Ο πατέρας έπιασε το άλογο με το αριστερό χέρι και έβγαλε τον Τοσοδούλη με το δεξί χέρι από το αυτί του αλόγου. Όταν οι δύο ξένοι είδαν τον μικρούλη τα έχασαν και δεν ήξεραν τι να πουν. Τότε πιάνει ο ένας το χέρι του άλλου και του λέει συνωμοτικά: «Άκου, ο μικρούλης μπορεί να είναι η τύχη μας, θα τον πάρουμε μαζί μας στη μεγάλη πόλη και θα τον δείχνουμε στα πανηγύρια. Πάμε να τον αγοράσουμε!» Πήγαν και είπαν στον αγρότη: «Πούλησε μας τον μικρό άνθρωπο και θα τα περάσει καλά μαζί μας.» «Όχι» απάντησε ο πατέρας «είναι η η ίδια μου η ψυχή και δεν το δίνω για όλο το χρυσάφι του κόσμου» Ο Τοσοδούλης όμως ο οποίος άκουσε το παζάρι πιάστηκε από την πιέτα του παντελονιού του πατέρα και σκαρφάλωσε στον ώμο του. Τότε του ψιθύρισε στο αυτί: «Πατέρα δώσε με και εγώ θα επιστρέψω πάλι!» Τότε ο πατέρας τον έδωσε στους άνδρες παίρνοντας μια καλή ανταμοιβή. «Που θέλεις να καθίσεις;» τον ρώτησαν οι ξένοι. «Βάλτε με στην άκρη του καπέλου σας τότε θα μπορέσω να ανεβοκατεβαίνω και να παρατηρώ το τοπίο χωρίς να πέσω κάτω.» Οι ξένοι του έκαναν το χατίρι και αφού ο Τοσοδούλης αποχαιρέτησε τον πατέρα του ξεκινήσανε.
Έτσι περπάτησαν μέχρι το σούρουπο οπότε ο μικρός τους είπε « κατεβάστε με κάτω είναι ανάγκη.» «Μείνε επάνω» του είπε ο άνδρας στο κεφάλι του οποίου καθόταν»δεν με ενοχλεί άλλωστε συμβαίνει συχνά τα πουλιά να αφήνουν να πέσει κάτι στο κεφάλι μου.» «Όχι» απάντησε ο Τοσοδούλης «δεν είναι σωστό: κατεβάστε με κάτω γρήγορα.» Ο άνδρας πήρε το καπέλο του και το κατέβασε σε ένα χωράφι που βρισκόταν παραδίπλα στο δρόμο. Στην αρχή ο Τοσοδούλης έτρεξε ανάμεσα σε κάποιες φλούδες πέρα δώθε, μετά πετάχτηκε και μπήκε μέσα σε μία ποντικότρυπα που είχε προηγουμένως εντοπίσει. «Καλό σας βράδυ κύριοι, επιστρέψτε σπίτι σας χωρίς εμένα» είπε τότε ο μικρός και άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά. Οι άνδρες ήρθαν και έβαζαν μακριά ξύλα μέσα στην ποντικότρυπα, αλλά ήταν μάταιος κόπος: ο Τοσοδούλης τρύπωνε ολοένα και βαθύτερα μέσα στην τρύπα και καθώς μετά από λίγο νύχτωσε εντελώς οι δύο ξεκίνησαν τσαντισμένοι και απογοητευμένοι για το σπίτι τους.
Όταν ο Τοσοδούλης κατάλαβε ότι είχαν φύγει, βγήκε πάλι από την υπόγεια κρυψώνα του. «Τα πράγματα στο χωράφι μπορούν γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνα το βράδυ» είπε «πόσο εύκολα μπορεί κανείς σπάσει τον λαιμό του ή το πόδι του». Ευτυχώς έπεσε πάνω σε ένα άδειο καβούκι σαλιγκαριού. «Δόξα τον Θεό εδώ θα μπορέσω να περάσω την νύχτα με ασφάλεια» είπε και μπήκε μέσα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα, ίσα ίσα που είχε αποκοιμηθεί όταν άκουσε δύο άνδρες να περνάνε από πλάι του. Ο ένας έλεγε στο άλλο: «Πρέπει να σκεφτούμε κάτι για να πάρουμε τα λεφτά και το ασήμι από τον πλούσιο παπά!»
«Θα σου πω εγώ τι να κάνεις!» φώναξε απρόσκλητα ο Τοσοδούλης.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε τρομαγμένος ο ένας ληστής «ακούω κάποιον να μιλάει!» Στάθηκαν και οι δύο για να ακούσουν και ο Τοσοδούλης τους φώναξε πάλι: «πάρτε με μαζί σας και θα σας βοηθήσω.Δείτε προς τη γη και ψάξτε από κει που ακούγεται η φωνή μου». Τελικά οι ληστές βρήκαν τον μικρό και τον σήκωσαν ψηλά. «Πως θα μπορέσεις να μας βοηθήσεις αλητάκο;» τον ρώτησαν. «Είναι πανεύκολο, θα περάσω μέσα από τα κάγκελα στο δωμάτιο του παπά και θα σας δώσω ότι θέλετε.»
«Προχώρα να σε δούμε» του απάντησαν. Όταν έφτασαν στο σπίτι του παπά, ο Τοσοδούλης τρύπωσε στην κάμαρα και άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;» Οι ληστές τρόμαξαν και του λένε «Πιο σιγά, μίλα πιο σιγά θα ξυπνήσουμε τον παπά.» Αλλά ο Τοσοδούλης έκανε ότι δεν κατάλαβε και φώναζε «Τι θέλετε να σας φέρω; Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;»
Έτσι η μαγείρισσα που κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο, σηκώθηκε για να δει τι συμβαίνει. Οι ληστές φοβήθηκαν και έτσι απομακρύνθηκαν λίγο. Τελικά ξαναβρήκαν το θάρρος τους και σκέφτηκαν ότι ο μικρός θέλει να τους ξεγελάσει. Επέστρεψαν και του είπαν ψιθυριστά: «Σοβαρέψου επιτέλους και άρχισε να μας φέρνεις πράγματα» Τότε ο Τοσοδούλης φώναξε για ακόμη μία φορά με όλη του τη δύναμη: «θέλω να σας δώσω τα πάντα, για περάστε τα χέρια σας μέσα.» Η μαγείρισσα η οποία είχε στήσει αυτί τον άκουσε, πετάχτηκε από το κρεβάτι και μπήκε παραπατώντας στη κάμαρα. Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια και έτρεχαν σαν να τους κυνηγούσε κάποιο άγριο τέρας. Η μαγείρισσα όμως δεν μπόρεσε να δει τίποτε το ασυνήθιστο και πήγε να ανάψει ένα κερί για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι κανείς.
Μόλις επέστρεψε έφυγε και ο Τοσοδούλης χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Η κοπέλα αφού έψαξε σε κάθε γωνία της κάμαρης αποφάσισε να ξανα-ξαπλώσει και σκέφτηκε ότι απλώς θα είχε ονειρευτεί με ανοιχτά μάτια.
Ο Τοσοδούλης κατέβηκε σκαρφαλώνοντας μέχρι τα χόρτα και αφού βρήκε ένα αναπαυτικό μέρος σε ένα δεμάτι σανό ετοιμάστηκε να κοιμηθεί. Σκόπευε να περάσει την νύχτα του εκεί και όταν θα ξημέρωνε θα επέστρεφε στο σπίτι του και στους γονείς του. Αλλιώς όμως τα σχεδίαζε και αλλιώς ήρθαν τα πράγματα. Μόλις άρχισε να ξημερώνει η παραδουλεύτρα σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ταΐσει τα ζώα. Πήγε αμέσως στον στάβλο και άρπαξε ένα δεμάτι σανό και ήταν ακριβώς το δεμάτι στο οποίο κοιμόταν ο Τοσοδούλης. Ο Τοσοδούλης κοιμόταν τόσο βαθιά και δεν ξύπνησε παρά όταν βρέθηκε μέσα στο στόμα της αγελάδας στην οποία είχαν ταΐσει το σανό. «Θεέ μου» αναφώνησε «πως βρέθηκα μέσα στο στιλβωτήριο;», σύντομα όμως κατάλαβε που βρισκόταν. Τότε προσπάθησε με να αποφύγει τα δόντια της αγελάδας τα οποία θα τον κομμάτιαζαν και τελικά γλίστρησε μαζί με τον σανό στο στομάχι της αγελάδας. «Σε αυτό το καμαράκι ξέχασαν να βάλουν παράθυρα και δεν περνάει ο ήλιος» συμπέρανε, «ούτε καν ένα κεράκι δεν μου φέρανε.» Γενικά δεν του άρεσε καθόλου το μέρος και το χειρότερο ήταν ότι όλο και περισσότερος σανός έμπαινε από την πόρτα και ο χώρος γινόταν ολοένα και στενότερος. Τότε πανικόβλητος άρχισε να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις: «Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!»
Η κοπέλα εκείνη τη στιγμή άρμεγε την αγελάδα και όταν άκουσε τον Τοσοδούλη χωρίς να τον βλέπει, θυμήθηκε ότι ήταν η φωνή που είχε ακούσει και την προηγούμενη νύχτα. Τόσο πολύ φοβήθηκε που γλίστρησε από το καρεκλάκι της και έχυσε το γάλα. Έτρεξε τότε στο σπίτι φωνάζοντας: «Πάτερ η αγελάδα μιλάει, ω Θεέ μου η αγελάδα μιλάει!» «Τρελάθηκες;» απάντησε ο παπάς αλλά πήγε και ο ίδιος στον στάβλο για να δει το συμβαίνει. Πριν καλά καλά φτάσει ο παπάς, ο Τοσοδούλης φώναξε ξανά: «Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!» Ο παπάς πίστεψε ότι κάποιος κακός δαίμονας είχε καταλάβει την αγελάδα και ζήτησε να την σφάξουν. Αφού τεμάχισαν το ζώο πέταξαν το στομάχι του μαζί με τον Τοσοδούλη στα σκουπίδια. Ο Τοσοδούλης δυσκολεύτηκε πολύ για να βγει από το πεταμένο στομάχι όταν όμως πλησίαζε να βγάλει το κεφάλι του μια νέα συμφορά τον βρήκε.
Ένας πεινασμένος λύκος έφτασε γρήγορα και κατάπιε όλο το στομάχι κάνοντας το μία χαψιά. Ο Τοσοδούλης δεν έχασε το θάρρος του και σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να είναι συζητήσιμος. Έτσι άρχισε να φωνάζει «κύριε λύκε, ξέρω να σας οδηγήσω σε ένα μέρος όπου υπάρχει εξαίσιο φαγητό!» «Που μπορώ να το βρω;» ρώτησε ο λύκος. «Λοιπόν άκουσε με υπάρχει ένα σπίτι που θα να μπεις μέσα από την πόρτα της γάτας και εκεί θα βρεις άφθονα γλυκά, λαρδί και λουκάνικα» και του περιέγραψε πως να πάει στο σπίτι του πατέρα του. Ο λύκος άλλο που δεν ήθελε και το βράδυ στριμώχτηκε και μπήκε στο σπίτι. Καθώς έφτασε στην αποθήκη έφαγε όσο τραβούσε η καρδιά του. Όταν όμως χόρτασε και θέλησε να φύγει, είχε γίνει τόσο χοντρός που δεν μπορούσε να βγει από τον ίδιο δρόμο. Αυτό το είχε υπολογίσει ο Τοσοδούλης και άρχισε μέσα από το σώμα του λύκου να φωνάζει και να ουρλιάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Σταμάτα να φωνάζεις» είπε ο λύκος «θα ξυπνήσεις τους ανθρώπους!» «Ε και;» απάντησε ο μικρός «εσύ έφαγες του σκασμού, τώρα θέλω να καλοπεράσω και εγώ» και άρχισε πάλι να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις. Επιτέλους ξύπνησαν οι γονείς του Τοσοδούλη και τρέξανε στην αποθήκη όπου είδαν από την κλειδαρότρυπα τι συμβαίνει. Όταν είδαν ότι υπήρχε ένα λύκος έφυγαν και ο πατέρας έφερε ένα τσεκούρι ενώ η μητέρα ένα δρεπάνι. «Μείνε πίσω μου» είπε ο πατέρας όταν μπήκαν στην αποθήκη «αν δεν σκοτωθεί μετά το χτύπημα που θα του δώσω θα πρέπει να τον χτυπήσεις και εσύ για να τον κόψεις στα δύο.» Ο Τοσοδούλης που είχε ακούσει την φωνή του πατέρα του φώναξε: «πατέρα, είμαι εδώ μέσα στο σώμα του λύκου.» Ο πατέρας γεμάτος χαρά είπε «δόξα τον Θεό, το παιδάκι μας, μας ξαναβρήκε» και είπε στη γυναίκα του να αφήσει το δρεπάνι για να μη χτυπήσει τον Τοσοδούλη.
Μετά χτύπησε τον λύκο στο κεφάλι με το τσεκούρι και τον σκότωσε με την μία. Η μητέρα έκοψε το σώμα του λύκου με ένα μαχαίρι και έβγαλε τον μικρό. «Πόσο πολύ ανησυχήσαμε για σένα!» είπε ο πατέρας. «Ναι , πατέρα περιπλανήθηκα πολύ στον κόσμο και δόξα τον Θεό μπορώ πάλι να αναπνέω καθαρό αέρα.» «Που πήγες και που βρέθηκες;» «Ήμουν σε μία ποντικότρυπα, στην κοιλιά μιας αγελάδας και στο στομάχι ενός λύκου: τώρα όμως θα μείνω μαζί σας!» «Και εμείς δεν θα σε ξαναπουλήσουμε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου!» είπαν οι γονείς που αγκάλιασαν και φίλησαν τον Τοσοδούλη. Του έδωσαν να φάει και να πιει και έβαλαν να του φτιάξουν καινούρια ρούχα γιατί τα παλιά είχαν καταστραφεί στο ταξίδι.
Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα. Ένας ραφτάκος καθόταν πλάι στο παράθυρο και έραβε ορεξάτος όταν είδε να περνάει μια χωριάτισσα που πουλούσε μαρμελάδες. Η χωριάτισσα φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Εδώ η καλή η μαρμελάδα, εδώ η καλή η μαρμελάδα». Ο ραφτάκος λιγουρεύτηκε τη μαρμελάδα και έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο: «Εδώ καλή μου κυρία, εδώ θα απαλλαγείτε από την πραμάτεια σας. Ελάτε ανεβείτε στο φτωχικό μου» φώναξε.
Η χωριάτισσα ανέβηκε τα τρία σκαλοπατάκια προς την πόρτα του ράφτη λαχανιασμένη. Ο ραφτάκος ζήτησε να δει το σύνολο της πραμάτειας και άνοιξε τα καπάκια από όλες τις κατσαρόλες που κουβαλούσε η γυναίκα. Έλεγξε μία προς μία της κατσαρόλες, τις σήκωσε ως την μύτη του, τις μύρισε ώσπου κατέληξε: «Η μαρμελάδα σας μου φαίνεται καλή, βάλτε μου 80 γραμμάρια. Ακόμα και ένα δέκατο του κιλού να μου βάλετε δεν θα με πειράξει καθόλου!»
Η αγρότισσα είχε ελπίσει ότι θα έκανε μια καλή πώληση. Έτσι έδωσε στον ραφτάκο την μαρμελάδα που ζήτησε, δεν έκρυψε όμως την δυσφορία της και έφυγε μουρμουρίζοντας. «Αυτή η μαρμελάδα θα πρέπει να είναι ευλογημένη από τον Θεό» φώναξε περίχαρος ο ραφτάκος «θα μου δώσει δύναμη και υγεία». Πετάχτηκε στο ντουλάπι, έβγαλε το ψωμί, έκοψε μια μεγάλη φέτα την οποία και επάλειψε με την μαρμελάδα την οποία είχε μόλις αγοράσει. «Δεν θα είναι κακή» μονολόγησε «αλλά πρώτα θα τελειώσω το γιλέκο που ράβω πριν ρίξω την πρώτη δαγκωνιά».
Έβαλε το ψωμί δίπλα του και από την χαρά του έκανε όλο και μεγαλύτερες βελονιές. Ωστόσο η γλυκιά μυρωδιά της μαρμελάδας ανέβαινε προς την οροφή όπου πετούσε ένα σμήνος μύγες. Οι μύγες εφορμούσαν κατά κύματα προς τη μαρμελάδα. «εϊ ποιος σας κάλεσε εσάς;» φώναξε ο ραφτάκος και έδιωχνε τις μύγες. Οι μύγες όμως δεν καταλάβαιναν κουβέντα από όσα τους έλεγε ο ραφτάκος και επέστρεφαν αμέσως μετά με όλο και μεγαλύτερη παρέα. Τελικά ο ραφτάκος εξοργίστηκε τόσο πολύ που βγήκε εκτός εαυτού. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και άρχισε να κυνηγάει τις μύγες με μανία. Φλάπ χτυπάει με το μαντίλι του και όταν το σήκωσε μέτρησε -ούτε λίγο, ούτε πολύ- 7 μύγες.
«Πω πω τι φοβερός που είμαι» είπε με αυτοθαυμασμό «όλη η πόλη θα πρέπει να το μάθει». Το είπε και το έκανε. Γρήγορα, γρήγορα έκοψε μία ζώνη και έραψε πάνω της με τεράστια γράμματα: «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ». «Ποια πόλη, όλη η χώρα πρέπει να το μάθει» συνέχισε να μονολογεί ενθουσιασμένος και η καρδιά του χτυπούσε γεμάτη ενθουσιασμό. Ήταν βέβαιο πως αυτό το ταπεινό εργαστήριο δεν ήταν ικανό να στεγάσει τέτοιον ηρωισμό. Ο ραφτάκος έδεσε την ζώνη γύρω από την μέση του, κοντοστάθηκε στην πόρτα και κοίταξε γύρω του. Ήθελε να πάρει μαζί του ότι θα του ήταν χρήσιμο για να εξορμήσει στον κόσμο. Ωστόσο δεν βρήκε τίποτε περισσότερο από ένα κομμάτι τυρί το οποίο και έβαλε στην τσάντα του. Μπροστά στην πόρτα είδε ένα πουλάκι το οποίο είχε μπλεχτεί στους θάμνους. Το πήρε και το έβαλε και αυτό στην τσάντα μαζί με το τυρί.
Έτσι πήρε δρόμο και άφησε δρόμο, και καθώς ήταν ευκίνητος και εργατικός δεν αισθάνθηκε καμία κούραση. Ο δρόμος τον οδήγησε σε ένα βουνό. Αφού λοιπόν έφτασε στην ψιλότερη κορυφή του, είδε να κάθεται ένας γίγαντας, ο οποίος κοιτούσε υπερήφανα τι γίνεται τριγύρω. Ο ραφτάκος τον πλησίασε εγκάρδια και του λέει: «Καλημέρα φίλε, σε βλέπω ότι κάθεσαι και παρατηρείς τον κόσμο άσκοπα. Εγώ αντιθέτως ξεκίνησα για να γνωρίσω τον κόσμο από κοντά και αν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου και να με συντροφέψεις».
Ο γίγαντας έριξε μια περιφρονητική ματιά στον ραφτάκο και του ανταποκρίνεται: «απατεώνα, παλιοχαρακτήρα». «Αυτό ήταν» απαντά ο ραφτάκος, λύνει την ζώνη του και την κραδαίνει με τα δύο του χέρια: «να εδώ μπορείς να διαβάσεις τι τρομερός άντρας που είμαι!».
Ο γίγαντας διάβασε «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ» και πίστεψε ότι ο ραφτάκος είχε αποτελειώσει εφτά ανθρώπους με τη μία. Έτσι αισθάνθηκε κάποιο δέος για τον πιτσιρίκο, θεώρησε όμως σκόπιμο να τον δοκιμάσει για καλό και για κακό. Έτσι πήρε μία πέτρα στο χέρι του και την ζούληξε με τόση δύναμη ώστε η πέτρα έβγαλε νερό!
«Αν μπορείς κάνε και εσύ το ίδιο αφού είσαι τόσο δυνατός» είπε ο γίγαντας.
«Μόνο αυτό;» απάντησε ο ραφτάκος. «Κάτι τέτοια είναι παιχνιδάκια για μένα» είπε και έβαλε το χέρι του στην τσάντα πιάνοντας το τυρί. Ζούληξε το τυρί το οποίο και αμέσως έτρεξαν τα ζουμιά του. «Τα βλέπεις» λέει στο γίγαντα «νομίζω ότι τα κατάφερα καλύτερα από σένα!».
Ο γίγαντας έχασε τα λόγια του και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο μικρούλης τα είχε καταφέρει τόσο καλά. Τότε πήρε μια πέτρα και την πέταξε τόσο ψιλά ως που να μη φαίνεται πια με το μάτι.
«Λοιπόν ανθρωπάκο κάνε και εσύ το ίδιο αν μπορείς»
«Καλά την πέταξες» απαντάει ο ραφτάκος «ωστόσο η πέτρα σου τελικά έπεσε και πάλι στο έδαφος». Εγώ θα ρίξω μια πέτρα η οποία δεν θα ξαναπέσει κάτω. Έπιασε στην τσάντα του, πήρε το πουλάκι και το πέταξε στον αέρα. Το πουλί γεμάτο χαρά με την απρόσμενη ελευθερία του πέταξε ψιλά και δεν ξαναγύρισε. «Πως σου φάνηκε αυτό φίλε;» ρώτησε ο ραφτάκος.
«Από ότι φαίνεται ξέρεις να ρίχνεις αντικείμενα μακριά» ανταπάντησε ο γίγαντας «αλλά για να δούμε αν μπορείς και να σηκώνεις βάρη». Οδήγησε τον ραφτάκο σε μία τεράστια βελανιδιά η οποία βρισκόταν κομμένη στο έδαφος. «Αν είσαι τόσο δυνατός τότε βοήθησε με να κουβαλήσω αυτό το δέντρο και να το βγάλω έξω από το δάσος».
«Ευχαρίστως» απάντησε ο μικρούλης «μόνο κουβάλα εσύ τον κορμό στις πλάτες σου, και εγώ θα κουβαλάω τα κλαδιά τα οποία είναι και τα βαρύτερα». Ο γίγαντας πήρε τον κορμό στον ώμο του, ο ραφτάκος όμως κάθισε πάνω σε ένα κλαδί. Έτσι ο γίγαντας δεν κουβαλούσε μόνο το δέντρο αλλά και τον νεαρό που είχε ξαπλώσει στα κλαδιά. Η όλη κατάσταση προκαλούσε μεγάλη ευφορία στον ραφτάκο ο οποίος όπως ήταν ξαπλωμένος σφύριζε τον ρυθμό του τραγουδιού: «τρεις ράφτες ίππευαν, και βγήκαν απ΄ την πόλη» και προσποιούταν ότι το κουβάλημα του δέντρου ήταν παιχνιδάκι. Ο γίγαντας αφού κουβάλησε το δέντρο γα αρκετό δρόμο κουράστηκε και φώναξε: «Κοίτα, θα πρέπει να ακουμπίσω το δέντρο στο έδαφος». Αμέσως ο ραφτάκος δίνει μια δρασκελιά στο έδαφος και αγκαλιάζει τα κλαδιά με τα δυο του χέρια σαν να κουβαλούσε το δέντρο. «Μα να είσαι τόσο μεγάλος και να μην καταφέρνεις κα κουβαλήσεις ένα δέντρο» επέκρινε τον γίγαντα.
Συνέχισαν να περπατάνε μαζί μέχρι που φτάσανε σε μια κερασιά. Ο γίγαντας τράβηξε με δύναμη την κορυφή του δέντρου όπου και ήταν τα ωριμότερα φρούτα και την κατέβασε ώστε να πάρει μερικά. Αμέσως έδωσε τα κλαδιά και στον ραφτάκο για να πάρει και αυτός. Ο ραφτάκος όμως ήταν πολύ αδύναμος ώστε να κρατήσει το δέντρο και ο κορμός πετάχτηκε αμέσως σε όρθια θέση συμπαρασύροντας μαζί και τον ραφτάκο. Ο ραφτάκος πετάχτηκε πάνω από το δέντρο έκανε μια τούμπα στο αέρα και έπεσε με τα δυο του πόδια στο έδαφος χωρίς να πάθει τίποτε. «Τι γίνεται δεν έχεις τόση δύναμη ώστε να λυγίσεις αυτό το κλαδάκι;» ρώτησε υποτιμητικά ο γίγαντας.
«Δεν μου λείπει η δύναμη» απαντάει ο μικρός «πιστεύεις ότι αυτό θα ήταν πρόβλημα για κάποιον ο οποίος κατάφερε επτά με ένα χτύπημα; Απλώς πήδηξα πάνω από το δέντρο γιατί άκουσα τους κυνηγούς να πυροβολούν και ήθελα να δω τι γίνεται. Αν σε βαστάει πήδα και εσύ τόσο ψηλά!». Ο γίγαντας αμέσως πήδηξε και αυτός χωρίς όμως να κατορθώσει να υπερπηδήσει το δέντρο και σκάλωσε στα κλαδιά του. Έτσι και σε αυτή τη δοκιμασία ο μικρός φάνηκε να υπερέχει του γίγαντα.
«Αν είσαι τόσο γενναίος όσο λες, τότε γιατί δεν έρχεσαι να κοιμηθείς το βράδυ στην σπηλιά μας;» Ο ραφτάκος δεν φοβήθηκε καθόλου και ακολούθησε τον γίγαντα στο κατάλυμα του. Όταν έφτασαν στη σπηλιά, βρήκαν και άλλους γίγαντες που καθόταν γύρω από την φωτιά. Κάθε γίγαντας είχε ένα ψητό αρνί στο χέρι και έτρωγε με βουλιμία. Εδώ έχει περισσότερο κόσμο και από το εργαστήριο μου σκέφτηκε ο μικρός.
Ο γίγαντας έδειξε ένα κρεβάτι στον ραφτάκο και του πρότεινε να πέσει και να κοιμηθεί. Καθώς το κρεβάτι ήταν πολύ μεγάλο για τον ραφτάκο αυτός δεν ξάπλωσε καθόλου και πήγε να κοιμηθεί σε μία γωνία της σπηλιάς. Τα μεσάνυχτα όταν ο γίγαντας θεώρησε ότι ο νέος θα είχε πια αποκοιμηθεί για τα καλά, σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πήρε μια μεγάλη σιδερένια βέργα και άρχισε να χτυπάει το κρεβάτι μέχρι που πίστεψε ότι είχε αποτελειώσει τον ραφτάκο.
Το ξεμέρωμα οι γίγαντες πήγαν στο δάσος και είχαν πια ξεχάσει τελείως τον ραφτάκο όταν τον είδαν να έρχεται ευδιάθετο προς το μέρος τους . Τρομαγμένοι άρχισαν να τρέχουν άτακτα προς όλες τις κατευθύνσεις φοβούμενοι ότι ο ραφτάκος ερχόταν να τους εκδικηθεί και να τους σκοτώσει.
Ο ραφτάκος συνέχισε την πορεία του. Αφού περπάτησε και περπάτησε έφτασε τελικά στην αυλή του παλατιού. Εκεί νιώθοντας μεγάλη κούραση ξάπλωσε στο χόρτο και αποκοιμήθηκε. Όσο καθόταν ξαπλωμένος μαζεύτηκαν διάφοροι περαστικοί οι οποίοι και παρατηρούσαν από όλες τις πλευρές την ζώνη του που έγραφε: «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ».
«Πω πω» μονολογούσαν, «τι ζητάει άραγε ένα ήρωας του πολέμου καταμεσής της ειρήνης. Θα πρέπει να είναι πολύ σπουδαίος κύριος». Έτσι οι πιστοί υπήκοοι πήγαν και ανέφεραν στον βασιλιά ότι ένας ήρωας είχε αφιχθεί και τον συμβούλευαν να μην τον αφήσει να αποχωρήσει ποτέ από το βασίλειο. Θεωρούσαν ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμος αν ξεσπούσε κάποια στιγμή πόλεμος. Στον βασιλιά άρεσε η ιδέα και έστειλε έναν αυλικό να προτείνει στον νεαρό να μπει υπό τις προσταγές του.
Ο απεσταλμένος κάθισε πλάι στον κοιμισμένο ήρωα, περίμενε έως ότου ξυπνήσει για να αποδώσει το κάλεσμα του βασιλιά. «Ακριβώς για αυτό ήρθα» απάντησε ο ραφτάκος «είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον βασιλιά». Έτσι υποδέχτηκαν τον ήρωα μας με όλες τις τιμές και του προσέφεραν ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα στο παλάτι. Ωστόσο οι στρατηγοί του βασιλιά φοβήθηκαν ότι ο ραφτάκος θα μπορούσε να απειλήσει τη θέση τους και του ευχόταν να τσακιστεί στο πυρ το εξώτερο.
«Τι θα απογίνουμε» αναρωτιόταν «αν τσακωθούμε μαζί του και αυτός αρχίσει να βαράει, με κάθε του γροθιά θα ξεκάνει επτά. Κανείς μας δεν πρόκειται να γλιτώσει». Έτσι αποφάσισαν και πήγαν όλοι μαζί στο βασιλιά και τον παρακάλεσαν να δεχτεί την παραίτηση τους:
«Δεν είμαστε ικανοί να σταθούμε πλάι σε ένα άνθρωπο ο οποίος μπορεί να ξεκάνει επτά με ένα χτύπημα».
Ο βασιλιάς στεναχωρήθηκε καθώς για τη χάρη του ενός θα έπρεπε να χάσει όλους τους πιστούς του στρατιωτικούς και εύχονταν να μην τον είχε συναντήσει ποτέ και θα έκανε το παν για να τον ξεφορτωθεί. Ωστόσο δεν τολμούσε να τον ξαποστείλει καθώς φοβόταν όταν θα ξέκανε όλους τους υπηκόους του για να του κλέψει τελικά τον θρόνο. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ο βασιλιάς στο τέλος βρήκε την λύση. Έστειλε ένα αυλικό στον ραφτάκο και του παρήγγειλε μια και ήταν ένας ήρωας πολέμου να του κάνει μια εξυπηρέτηση. Σε ένα από τα δάση του βασιλείου του ζούσαν δύο γίγαντες οι οποίοι προκαλούσαν τεράστιες ζημιές στους υπηκόους του. Κλοπές και εμπρησμοί ήταν η καθημερινότητα τους ώστε κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει με ασφάλεια την περιοχή τους. Αν κατόρθωνε να εξοντώσει αυτούς τους δύο γίγαντες θα του έδεινε τη μοναχοκόρητου για σύζυγο και το μισό του βασίλειο για προίκα. Επίσης θα του έδινε εκατό ιππότες για να τον συνοδεύσουν στην.
Αυτό ήταν μια αποστολή για ένα άνδρα του βεληνεκούς του σκέφτηκε ο ραφτάκος καθώς δεν θα του προσφερόταν κάθε μέρα μία πριγκίπισσα και το μισό βασίλειο.
«Ναι βέβαια» απάντησε «τους γίγαντες θα τους δαμάσω και τους εκατό ιππότες δεν τους έχω ανάγκη. Όποιος μπορεί να πετύχει επτά με ένα χτύπημα δεν έχει να φοβηθεί από δύο».
Ο ραφτάκος έφυγε από το παλάτι και οι εκατό ιππότες τον ακολούθησαν. Μόλις έφτασε στις παρυφές του δάσους ζήτησε από τους συνοδούς του να τον περιμένουν «τους γίγαντες θα τους κανονίσω μόνος μου» τους ανακοίνωσε. Μετά μπήκε στο δάσος και προσεκτικά κοιτούσε μια δεξιά και μία αριστερά καθώς προχωρούσε. Τελικά εντόπισε τους γίγαντες να κοιμούνται και να ροχαλίζουν κάτω από ένα δέντρο. Κοντοστάθηκε και τους παρατηρούσε. Τελικά γέμισε προσεκτικά τις τσέπες του με πέτρες και ανέβηκε στο δέντρο πάνω από τους γίγαντες. Τελικά ανέβηκε μέχρι τη μέση του δέντρου και κάθισε ακριβώς πάνω από του γίγαντες. Αμέσως άρχισε να αφήνει τις πέτρες του να πέφτουν στο στήθος του ενός γίγαντα. Αρχικά ο γίγαντας δεν έδειξε να ενοχλείτε τελικά όμως ξύπνησε και άρχισε να σπρώχνει τον σύντροφο του: «Τι θέλεις και με χτυπάς;» τον ρώτησε τσαντισμένος.
«Ονειρεύεσαι» απαντά ο άλλος «δεν σε χτυπάω».
Έπεσαν και πάλι να κοιμηθούνε όταν ο ράφτης έριξε μια πέτρα στον δεύτερο γίγαντα.
«Τι θέλεις» φωνάζει στον πρώτο «γιατί μου πετάς πέτρες;»
«Δεν σου πετάω τίποτα» απάντησε εξοργισμένος ο πρώτος.
Τσακώθηκαν για λίγη ώρα , αλλά καθώς ήταν και οι δύο αρκετά κουρασμένοι έδωσαν τόπο στην οργή και έπεσαν να ξανακοιμηθούν. Ο ραφτάκος ωστόσο δεν είχε τελειώσει με το παιχνίδι του. Διάλεξε την μεγαλύτερη πέτρα και την έριξε με όλη του τη δύναμη στο στήθος του πρώτου γίγαντα.
«Αυτό πάει πολύ» φώναξε και άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελός και κοπανούσε τον σύντροφό του με τόση δύναμη που το δέντρο που βρισκόταν ο ραφτάκος έτρεμε ολόκληρο. Ο άλλος γίγαντας ξεπλήρωσε τα χτυπήματα με τον ίδιο τρόπο. Τόσο μεγάλη ήταν η οργή τους ώστε ξερίζωναν δέντρα και χτυπούσε ο ένας τον άλλο. Τόση ήταν η μανία τους που τελικά έπεσαν ταυτόχρονα και οι δύο νεκροί. Τότε ο ραφτάκος κατέβηκε από την κρυψώνα του.
«Τελικά είμαι πολύ τυχερός που δεν ξερίζωσαν και το δικό μου δεντρο» μονολογούσε «αλλιώς θα έπρεπε να πηδήξω σαν τη νυφίτσα σε ένα άλλο δέντρο». Τράβηξε το σπαθί του και το έμπηξε με δύναμη μια στον ένα γίγαντα και μια στον άλλο. Τελικά βγήκε από το δάσος και απευθύνθηκε στους ιππότες του. «Έγινε η δουλειά, τους ξέκανα και τους δύο. Τελικά δυσκολεύτηκα κάπως καθώς ξερίζωσαν μέχρι και δέντρα για να αμυνθούν. Ωστόσο και αυτό δεν θα μπορούσε να τους βοηθήσει απέναντι σε κάποιον που πετυχαίνει επτά με ένα χτύπημα». «Μα εσείς δεν έχετε καν τραυματιστεί» παρατήρησαν δύσπιστοι οι ιππότες
«Φυσικά και δεν έχω τραυματιστεί» απάντησε «ούτε τρίχα από την κεφαλή μου δεν ακούμπησαν».
Οι ιππότες δεν πίστεψαν κουβέντα από όσα τους είπε ο ραφτάκος, καβάλησαν τα άλογα τους και μπήκαν στο δάσος. Εκεί βρήκαν τους γίγαντες σε μία λίμνη αίματος ο καθένας και γύρω τους ήταν τα ξεριζωμένα δέντρα.
Ο ραφτάκος ζήτησε από βασιλιά την ανταμοιβή που του είχε υποσχεθεί. Ο βασιλιάς όμως μετάνιωσε για την υπόσχεση του και έκανε νέες σκέψεις για το πώς θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τον ήρωα.
«Πριν σου δώσω το μισό μου βασίλειο και την κόρη μου για σύζυγο, θα πρέπει να αποδείξεις τον ηρωισμό σου για ία ακόμη φορά» απάντησε ο βασιλιάς «Στο δάσος κυκλοφορεί ένας μονόκερος ίππος ο οποίος προκαλεί τεράστιες ζημιές. Αυτόν το μονόκερο πρέπει να πιάσεις ζωντανό!»
«Αυτόν τον μονόκερο τον φοβάμαι ακόμη λιγότερο και από ότι τους δύο γίγαντες. Μη ξεχνάτε ότι εγώ είμαι αυτός που κατάφερε επτά με ένα χτύπημα». Πήρε λοιπόν ένα σχοινί και ένα τσεκούρι, έφτασε στο δάσος και ζήτησε τους ιππότες που τον συνόδευαν να τον περιμένουν. Δεν χρειάστηκε να ψάξει για πολύ, ο μονόκερος τον εντόπισε και όρμισε προς τα πάνω του για να τον τρυπήσει με το κέρατο του. «Για δες, για δες» μονολόγησε ο ραφτάκος «τόσο γρήγορα δεν θα μπορέσεις να με ξεκάνεις». Έτσι ο ραφτάκος στάθηκε ακίνητος απέναντι από το ζώο μέχρι που το ζώο τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Αμέσως ο ραφτάκος έδωσε μια δρασκελιά και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Ο μονόκερος έπεσε με όλη του τη δύναμη πάνω στο δέντρο με αποτέλεσμα το κέρατο του να σφηνώσει στον κορμό του δέντρου. Τόσο δυνατή ήταν η πρόσκρουση που ο μονόκερος δεν είχε αρκετή δύναμη ώστε να τραβήξει το κέρατο από το δέντρο και να απελευθερωθεί. «Το πιάσαμε το πουλάκι» είπε ο ραφτάκος καθώς ξεπρόβαλε πίσω από το δέντρο. Αμέσως έφτιαξε μια θηλιά με το σχοινί που είχε πάρει μαζί του και την πέρασε από τον λαιμό του μονόκερου. Μετά απελευθέρωσε με το τσεκούρι το κέρατο του ζώου και οδήγησε το ζώο στον βασιλιά.
Ο βασιλιάς ζήτησε και μία τρίτη δοκιμασία πριν εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ζήτησε από τον ραφτάκο να πάει στο δάσος και να πιάσει ένα αγριογούρουνοπου προκαλούσε μεγάλες ζημιές. Μάλιστα έστειλε μαζί του κυνηγούς για να τον βοηθήσουν. «Ευχαρίστως» απάντησε ο ραφτάκος «αυτό είναι παιχνιδάκι».
Τους κυνηγούς τους άφησε στις παρυφές του δάσους. Από ότι φάνηκε οι κυνηγοί ήταν ικανοποιημένοι με αυτή την εξέλιξη καθώς ήδη αρκετές φορές είχαν συναντήσει το ζώο στο δάσος και δεν ήθελαν να το ξαναβρούν μπροστά τους.
Μόλις το αγριογούρουνο είδε τον ράφτη όρμισε κατά πάνω του. Από το στόμα του έτρεχαν αφροί και κράδαινε τα δόντια του προσπαθώντας να τον ρίξει καταγής. Ο ήρωας μας όμως πήδηξε γρήγορα-γρήγορα και μπήκε σε ένα εκκλησάκι που ήταν εκεί κοντά και αμέσως με ένα πήδημα πήδηξε έξω από το παράθυρο. Το γουρούνι τον είχε ακολουθήσει και μπήκε και αυτό στο εκκλησάκι. Ο ράφτης που ήταν ήδη έξω πήγε από πίσω και έκλεισε την πόρτα. Το ζώο ήταν πολύ βαρύ για να μπορέσει να πηδήξει και να βγει από το παράθυρο. Τότε ο ραφτάκος πήγε και φώναξε τους κυνηγούς για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το φυλακισμένο ζώο. Ο ίδιος ο ράφτης πήγε στον βασιλιά και αυτός ήθελε δεν ήθελε έπρεπε πλέον να τηρήσει την υπόσχεση του και έδωσε την κόρη του και το μισό βασίλειο στο ραφτάκο. Αν ήξερε ότι μπροστά του στεκόταν ένας ράφτης και όχι ένας ήρωας πολέμου τότε ο βασιλιάς θα στεναχωριόταν ακόμη περισσότερο. Έτσι ο γάμος έγινε με μεγαλοπρέπεια και ο ήρωας μας έγινε από ραφτάκος βασιλιάς. Ο βασιλιάς και η κόρη του ωστόσο δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με αυτή την εξέλιξη.
Αφού πέρασε λίγος καιρός η νέα βασίλισσα άκουσε τον σύζυγό της να παραμιλάει στον ύπνο του: «Μικρέ κοίτα να μου φτιάξεις το γιλέκο και να μου μπαλώσεις το παντελόνι, μη σε πιάσω στα χέρια μου και σε σπάσω σαν το χταπόδι». Εκεί συνειδητοποίησε από πού κρατούσε η σκούφια του νέου βασιλιά. Την άλλη μέρα πήγε με παράπονο στον πατέρα της να του αφηγηθεί τον καημό της και του ζήτησε να την απαλλάξει από τον σύζυγο της. «Ο άντρας που μου έδωσες όχι μόνο δεν είναι γαλαζοαίματος» του είπε «αλλά ένας ταπεινός ράφτης».
Ο βασιλιάς την παρηγόρησε και απάντησε: «Άσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ανοιχτή σήμερα το βράδυ και οι υπηρέτες μου θα τον πιάσουν, θα τον δέσουν και θα τον στείλουν με ένα πλοίο στην άλλη άκρη του κόσμου»! Η βασίλισσα δέχτηκε τα λόγια του πατέρα της με χαρά, αλλά ο υπασπιστής του βασιλιά που τα είχε ακούσει όλα, έτρεξε στον νέο βασιλιά και του μαρτύρησε τα πάντα.
Το βράδυ ο ραφτάκος έπεσε να κοιμηθεί την συνηθισμένη ώρα μαζί με τη γυναίκα του. Όταν η βασίλισσα πίστεψε ότι κοιμόταν, σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα και ξάπλωσε ξανά. Ο ραφτάκος που απλώς προσποιούταν ότι είχε κοιμηθεί άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Μικρέ κοίτα να μου φτιάξεις το γιλέκο και να μου μπαλώσεις το παντελόνι, μη σε πιάσω στα χέρια μου και σε σπάσω σαν το χταπόδι. Εγώ που πέτυχα επτά με ένα χτύπημα, σκότωσα δύο γίγαντες, απήγαγα έναν μονόκερο και έπιασα ένα αγριογούρουνο, πιστεύεις ότι θα μπορούσα να φοβηθώ αυτούς που στέκονται έξω από το δωμάτιο μου»;
Οι υπηρέτες όταν άκουσαν τον ράφτη να λέει αυτά τα λόγια, κυριεύτηκαν από φόβο, το έβαλαν στα πόδια σαν να τους κυνηγούσε ολόκληρο το σύμπαν και δεν τόλμησαν να πλησιάσουν τον βασιλιά. Έτσι ο ραφτάκος παρέμεινε βασιλιάς μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ηθικό δίδαγμα
Το ηθικό δίδαγμα του παραμυθιού είναι ότι ακόμη και ο αδύναμος μπορεί να καταφέρει μεγάλα πράγματα αν έχει αυτοπεποίθηση και πρωτότυπες ιδέες.
Ήταν κάποτε ένας βασιλιάςπου ήταν βαριά άρρωστος και κανείς δεν πίστευε ότι θα κατόρθωνε να ξαναγίνει καλά. Ο βασιλιάς είχε τρεις γιους που ήταν θλιμμένοι για τον πατέρα τους και κατέβαιναν κάθε μέρα στην αυλή του παλατιού και έκλαιγαν. Τότε τους συνάντησε ένας γέρος και τους ρώτησε τι ήταν αυτό που τους απασχολούσε. Οι πρίγκιπες του είπαν για τον πατέρα τους, ότι ήταν τόσο άρρωστος δηλαδή που θα πέθαινε και κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. «Ξέρω έναν τρόπο» λέει τότε ο γέρος «είναι το νερό της ζωής. Όποιος πιει από αυτό ξαναγίνεται υγιής, αλλά είναι πολύ δύσκολο να το βρεις!» Ο μεγαλύτερος από τους γιους λέει τότε: «Εγώ θα καταφέρω να το βρω» και πήγε στον άρρωστο βασιλιά. Του ζήτησε την άδεια να φύγει και να ψάξει για το νερό της ζωής, γιατί αυτό ήταν το μόνο που θα μπορούσε να τον γιατρέψει. «Όχι» απάντησε ο βασιλιάς «ο κίνδυνος είναι μεγάλος και προτιμώ να πεθάνω.» Ο γιος όμως παρακαλούσε τόσο επίμονα που τελικά ο βασιλιάς έδωσε την συγκατάβασή του. Ο πρίγκιπας ωστόσο σκεφτόταν: «Αν καταφέρω και φέρω το νερό, τότε θα είμαι ο αγαπημένος του πατέρα μου και έτσι θα κληρονομήσω το βασίλειο!»
Αμέσως ξεκίνησε και αφού είχε ιππεύσει για αρκετό διάστημα, βρήκε έναν νάνοστο δρόμο του ο οποίος του φώναξε: «Για που το έβαλες τόσο βιαστικός;» «Χαζέ κοντοστούπη» απάντησε περήφανα ο πρίγκιπας «δεν θα σου δώσω αναφορά» και συνέχισε με το άλογο του. Ο μικρός άνθρωπος θύμωσε και μουρμούρισε κάποια μάγια. Μετά από λίγο ο πρίγκιπας έφτασε σε μια χαράδρα που βρισκόταν ανάμεσα σε δύο βουνά και όσο περισσότερο προχωρούσε τόσο στενότερη γινόταν. Τελικά το πέρασμα στένεψε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε βήμα, ούτε μπορούσε να γυρίσει το άλογο ή να κατεβεί από την σέλα, έτσι έμεινε εκεί εγκλωβισμένος.
Ο βασιλιάς τον περίμενε για καιρό αλλά ο πρίγκιπας δεν επέστρεφε. Τότε του μίλησε ο δεύτερος γιος: «Πατέρα, άφησε με να πάω να φέρω εγώ το νερό της ζωής!» Ο δευτερότοκος σκεφτόταν ότι αν είχε πεθάνει ο αδερφός του, τότε θα κληρονομούσε αυτός το βασίλειο. Ο πατέρας αρχικά δεν ήθελε να τον αφήσει καθώς όμως ο πρίγκιπας επέμενε πολύ, αναγκάστηκε να του το επιτρέψει. Ο πρίγκιπας πήρε τον ίδιο δρόμο με τον αδερφό του και συνάντησε τον νάνο που τον ρώτησε γιατί βιαζόταν τόσο. «Ασήμαντε κοντοστούπη,» του απάντησε ο πρίγκιπας «δεν θα σου δώσω αναφορά!» και συνέχισε το ταξίδι με το άλογο του, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Αλλά ο νάνος μουρμούρισε και πάλι μαγικά. Έτσι ο πρίγκιπας κατέληξε όμοια με τον αδερφό του σε μια χαράδρα ανάμεσα σε δύο βουνά από όπου δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρος ούτε πίσω! Αυτή είναι η μοίρα των αλαζόνων.
Αφού εξαφανίστηκε και ο δεύτερος αδερφός, προθυμοποιήθηκε ο νεότερος να πάει να φέρει το νερό της ζωής. Μετά τις πρώτες αντιρρήσεις ο βασιλιάς τον άφησε να ξεκινήσει. Όταν συνάντησε τον νάνο και εκείνος ρώτησε που πήγαινε με τόση βιασύνη, αυτός δεν φέρθηκε όπως τα αδέρφια του, αλλά σταμάτησε και του απάντησε: «ψάχνω για το νερό της ζωής, καθώς ο πατέρας μου είναι ετοιμοθάνατος!» «Ξέρεις που θα το βρεις;» ρώτησε ο νάνος. «Όχι» απάντησε ο πρίγκιπας. «Επειδή φέρθηκες όπως αρμόζει, και όχι αλαζονικά όπως τα ψεύτικα τα αδέρφια σου, θα σου δώσω την πληροφορία για το πως θα φτάσεις στο νερό της ζωής. Αναβλύζει από μία πηγή στην αυλή ενός μαγεμένου παλατιού, αλλά δεν θα μπορέσεις να μπεις πα αν δεν σου δώσω μια σιδερένια μαγκούρα και δύο καρβέλια ψωμί. Με την μαγκούρα να χτυπήσεις τρεις φορές την σιδερένια κλειδαριά της πύλης και τότε αυτή θα ανοίξει. Μέσα θα δεις ξαπλωμένα δύο λιοντάρια τα οποία θα βρυχηθούν, αλλά αν δώσεις στο καθένα ένα καρβέλι ψωμί τότε θα ησυχάσουν. Μετά να βιαστείς και να πας να πάρεις το νερό της ζωής πριν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα, γιατί τότε θα ξανακλείσει η πύλη και θα κλειστείς μέσα.» Ο πρίγκιπας τον ευχαρίστησε, πήρε την μαγκούρα και τα ψωμιά και ξεκίνησε για το μαγεμένο παλάτι.
Όταν έφτασε στο μαγεμένο παλάτι τα βρήκε όλα όπως του τα είπε ο νάνος. Η πύλη άνοιξε με το τρίτο χτύπημα της μαγκούρας και όταν ηρέμησε τα λιοντάρια με το ψωμί, μπήκε στο παλάτι. Εκεί βρέθηκε σε μία μεγάλη αίθουσα όπου καθόταν ακίνητοι μερικοί μαγεμένοι πρίγκιπες. Αφού τους πήρε τα δαχτυλίδια, παρακάτω βρήκε και πήρε ένα σπαθί και ένα ψωμί Μετά έφτασε σε ένα δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν μια πανέμορφη κοπέλα που του χαμογέλασε και τον φίλησε. Η κοπέλα του είπε ότι την είχε λυτρώσει και πως αν επέστρεφε σε ένα χρόνο θα του έδινε το βασίλειο της και θα παντρευόταν. Μετά του αποκάλυψε που ήταν το πηγάδι με το νερό της ζωής και ότι θα έπρεπε να βιαστεί για να πάρει από αυτό πριν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα.
Ο πρίγκιπας συνέχισε την αναζήτηση του και έφτασε σε ένα δωμάτιο στο οποίο βρήκε ένα φρεσκοστρωμένο κρεβάτι και επειδή ήταν κουρασμένος είπε να καθίσει και να ξεκουραστεί για λίγο. Έτσι ξάπλωσε και τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Όταν ξύπνησε το ρολόι χτυπούσε δώδεκα παρά τέταρτο. Τότε πετάχτηκε από το κρεβάτι τρομαγμένος και έτρεξε μέχρι το πηγάδι, έβαλε νερό σε ένα κύπελλο το οποίο βρισκόταν παραδίπλα και έφυγε τρέχοντας. Την ώρα που περνούσε από την σιδερένια πύλη το ρολόι χτύπησε δώδεκα και η πύλη έκλεισε με δύναμη έτσι ώστε να του κόψει λίγο από την φτέρνα του. Ήταν όμως χαρούμενος που είχε πάρει το νερό της ζωής και ξεκίνησε για να επιστρέψει στο σπίτι του.
Στο δρόμο της επιστροφής συνάντησε πάλι τον νάνοκαι όταν αυτός είδε το σπαθί και το ψωμί, του λέει: «αυτά τα λάφυρα σου δίνουν μεγάλο πλεονέκτημα, με αυτό το σπαθί μπορείς να νικήσεις στρατούς ολόκληρους και αυτό το ψωμί δεν τελειώνει ποτέ!» Ο πρίγκιπας δεν ήθελε να επιστρέψει χωρίς τα αδέρφια του στο παλάτι και έτσι ρώτησε τον νάνο: «αγαπητέ νάνε, μήπως μπορείς να μου πεις που είναι τα αδέρφια μου; ξεκίνησαν νωρίτερα από μένα για να βρουν το νερό της ζωής και δεν έχουν επιστρέψει.» «Είναι εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε δύο βουνά» απάντησε ο νάνος «εγώ ο ίδιος τους εγκλώβισα εκεί επειδή ήταν αλαζόνες.» Τότε ο πρίγκιπας θερμοπαρακάλεσε το νάνο να αφήσει τα αδέρφια του και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις τελικά τον έπεισε. Ο νάνος όμως τον προειδοποίησε: «φυλάξου από τα αδέρφια σου γιατί έχουν κακή ψυχή!»
Όταν ήρθαν τα αδέρφια του, χάρηκε και τους διηγήθηκε τι του συνέβη. Τους είπε ότι βρήκε το νερό της ζωής και ότι πήρε μαζί του ένα ολόκληρο κύπελλο. Επίσης τους είπε ότι ελευθέρωσε μία όμορφη πριγκίπισσα η οποία θα τον περίμενε για έναν ολόκληρο χρόνο. Μετά θα παντρευόταν και θα αποκτούσε ένα μεγάλο βασίλειο.
Τα τρία αδέρφια αφού πήραν τα άλογα τους, ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής. Στο δρόμο έφτασαν σε ένα βασίλειο στο οποίο υπήρχε πείνα και πόλεμος. Η ανέχεια ήταν τόσο μεγάλη που ο τοπικός βασιλιάς νόμιζε ότι η χώρα του θα αφανιζόταν. Ο πρίγκιπας πήγε και τον συνάντησε για να του δώσει το ψωμί και σπαθί του. Με το ψωμί ο βασιλιάς μπόρεσε να ταΐσει όλο του το βασίλειο, ενώ με το σπαθί κέρδισε ολόκληρο τον στρατό των εχθρών του. Μετά ο πρίγκιπας πήρε πίσω το ψωμί και το σπαθί του και προχώρησε μαζί με τα αδέρφια του. Πέρασαν από δυο άλλες χώρες, στις οποίες επικρατούσε η πείνα και ο πόλεμος. Κάθε φορά ο πρίγκιπας έδινε στους βασιλιάδες το ψωμί και το σπαθί του και έτσι έσωσε τρία βασίλεια.
Τελικά οι πρίγκιπες πήραν ένα πλοίο για να διασχίσουν την θάλασσα. Κατά την διάρκεια της διαδρομής με το πλοίο, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια έλεγαν μεταξύ τους: «ο μικρός βρήκε το νερό της ζωής ενώ εμείς αποτύχαμε, έτσι ο πατέρας θα του δώσει το βασίλειο το οποίο κανονικά μας ανήκει!» Αφού σκέφτηκαν αποφάσισαν να υπονομεύσουν τον μικρότερο αδερφό. Περίμεναν και όταν ο νεαρός πρίγκιπας αποκοιμήθηκε, άδειασαν το νερό της ζωής από το κύπελλο του σε δικό τους δοχείο και στο δικό του κύπελλο έβαλαν αλμυρό θαλασσινό νερό.
‘Οταν έφτασαν στο παλάτι, ο μικρός έδωσε στον βασιλιά το κύπελλο του, για να πιει και να γίνει καλά. Μόλις όμως ο βασιλιάς ήπιε λίγο από το θαλασσινό νερό, αρρώστησε περισσότερο από ότι πριν. Καθώς άρχισε να διαμαρτύρεται για την επιδείνωση της υγείας του, ήρθαν οι δύο μεαλύτεροι γιοι και κατηγόρησαν τον μικρότερο ότι ήθελε να δηλητηριάσει τον πατέρα τους. Τότε ισχυρίστηκαν ότι αυτοί έφεραν το πραγματικό νερό της ζωής και του το έδωσαν.Μόλις ήπιε λίγο από αυτό ο βασιλιάς, αισθανθηκε να του περνάει η αρρώστια του και έγινε δυνατός και υγιείς όπως όταν ήταν νέος.
Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί έπιασαν παράμερα τον μικρότερο και τον κορόιδευαν λέγοντας του: «μπορεί να βρήκες το νερό της ζωής, αλλά εσύ έκανες τον κόπο και εμείς πήραμε την αμοιβή. Θα έπρεπε να ήσουν εξυπνότερος και να είχες τα μάτια σου ανοιχτά. Σου πήραμε το νερό όσο ήμασταν στην θάλασσα, και όταν περάσει ο χρόνος ένας από μας θα πάρει την όμορφη βασιλοπούλα. Πρόσεχε όμως να μη προδώσεις τίποτα από όλα αυτά στο πατέρα, γιατί έτσι και αλλιώς δεν θα πιστέψει. Αν του πεις έστω και μία κουβέντα θα χάσεις και την ζωή σου, αν δεν μιλήσεις όμως τότε θα σου την χαρίσουμε!»
Ο βασιλιάς ήταν θυμωμένος με τον μικρότερο γιο του, καθώς πίστευε ότι ήθελε να τον σκοτώσει. Έτσι ζήτησε να συγκεντρωθεί η αυλή του και τους ανακοίνωσε την απόφαση του, να βάλει να σκοτώσουν τον πρίγκιπα. Μια μέρα που ο πρίγκιπας πήγε ανυποψίαστος για κυνήγι τον ακολούθησε ο κυνηγός του βασιλιά. Όταν έφτασαν στο δάσος και ήταν πια οι δυο τους, ο πρίγκιπας παρατήρησε ότι ο κυνηγός ήταν πολύ λυπημένος. «Καλέ μου κυνηγέ, τι έχεις;» τον ρωτάει ο πρίγκιπας. «Δεν μου επιτρέπεται να πω και όμως πρέπει να το κάνω!» απάντησε ο κυνηγός.
Τότε ο πρίγκιπας του λέει: «πες μου τι είναι και θα σου το συγχωρήσω.» «Ο βασιλιάς με διέταξε να σας πυροβολήσω και να σας σκοτώσω» είπε τότε ο κυνηγός. Το βασιλόπουλο τρόμαξε: «καλέ μου κυνηγέ, άσε με να ζήσω. Θα σου δώσω τα βασιλικά μου ρούχα, δώσε μου και εσύ τα δικά σου.» «Ευχαρίστως να το κάνω» απάντησε ο κυνηγός «έτσι και αλλιώς δεν το πάει η καρδιά μου να σας σκοτώσω.» Αφού αντάλλαξαν τα ρούχα τους ο κυνηγός επέστρεψε στο σπίτι του, αλλά ο πρίγκιπας συνέχισε να προχωράει μέσα στο δάσος.
Μετά από λίγο καιρό, έφτασαν στον γέρο βασιλιά τρεις άμαξες με χρυσό και πολύτιμους λίθους για τον μικρότερο γιο του. Τις είχαν στείλει οι τρεις βασιλιάδες που είχαν νικήσει τους εχθρούς τους με το σπαθί του πρίγκιπα και είχαν θρέψει τον λαό τους με το ψωμί του. Με το τρόπο αυτό ήθελαν να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους. Τότε ο γέρος βασιλιάς σκέφτηκε: «μήπως ο γιος μου ήταν αθώος;» και απευθυνόμενος στους έμπιστους του είπε: «μακάρι να ήταν ακόμη ζωντανός, πόσο στεναχωριέμαι που διέταξα να τον σκοτώσουν.» «Είναι ζωντανός» είπε ο κυνηγός «δεν το πήγε η καρδιά μου να εκπληρώσω την εντολή σας» και διηγήθηκε στον βασιλιά τι συνέβη. Τότε ο πατέρας ανακουφίστηκε και έδωσε εντολή να ανακοινωθεί σε όλο του το βασίλειο, ότι περίμενε τον γιο του να επιστρέψει και ότι θα του έδειχνε έλεος.
Εν τω μεταξύ η βασιλοπούλα, ζήτησε να φτιάξουν έναν λαμπερό δρόμο από χρυσάφι που θα οδηγούσε ακριβώς μπροστά από την πύλη του παλατιού. Μετά είπε στους φύλακες να προσέχουν ποιος θα ερχόταν στο παλάτι. Μόνο αυτός που θα διάνυε τον δρόμο απευθείας προς το παλάτι, θα ήταν στην πραγματικότητα αυτός που την είχε λυτρώσει. Οποιοσδήποτε άλλος που θα περπατούσε δίπλα από τον δρόμο αποφεύγοντας να πατήσει το χρυσάφι, δεν θα ήταν ο πραγματικός πρίγκιπας και δεν θα έπρεπε να του επιτραπεί η είσοδος.
Αφού λοιπόν είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος, ο μεγαλύτερος αδερφός σκέφτηκε να πάει στην βασιλοπούλα και να τις πει ότι είναι ο λυτρωτής της. Τότε θα την έπαιρνε για σύζυγο και θα αποκτούσε το βασίλειο. Ξεκίνησε και όταν έφτασε μπροστά στο παλάτι και αντίκρισε τον χρυσό δρόμο σκέφτηκε: «τι κρίμα να ανέβει το άλογο πάνω στο χρυσάφι.» Έτσι έστριψε και οδήγησε το άλογο δεξιά δίπλα από τον δρόμο. Μόλις όμως έφτασε στην πύλη, οι φύλακες του είπαν ότι δεν είναι ο αληθινός πρίγκιπας και τον έδιωξαν. Μετά από λίγο ξεκίνησε ο δεύτερος αδερφός για να πάει στην πριγκίπισσα. Μόλις έφτασε στο παλάτι και το άλογο του έκανε το πρώτο βήμα πάνω στο χρυσάφι σκέφτηκε: «τι κρίμα, το άλογο μπορεί να σπάσει κανένα κομμάτι του χρυσαφιού» και έτσι έστριψε το άλογο και προχώρησε αριστερά πλάι από τον δρόμο. Μόλις όμως έφτασε στην πύλη, οι φύλακες έδιωξαν και αυτόν το πρίγκιπα λέγοντας του ότι δεν είναι ο πραγματικός.
Όταν επιτέλους συμπληρώθηκε ολόκληρος ο χρόνος από την τελευταία του επίσκεψη, θέλησε και ο τρίτος αδερφός, που τώρα ζούσε στο δάσος, να πάει στην αγαπημένη του και να ξεχάσει τα πάθη του. Ξεκίνησε λοιπόν και σε όλο το δρόμο δε σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά μόνο πότε θα βρεθεί κοντά της. Έτσι όταν έφτασε, ούτε που πρόσεξε το χρυσάφι στο δρόμο. Το άλογο του πέρασε απευθείας πάνω από τον δρόμο και όταν έφτασε μπροστά στην πύλη, αυτή άνοιξε και η βασιλοπούλα τον υποδέχτηκε με χαρές. Του είπε ότι αυτός είναι ο λυτρωτής της και αφέντης του βασιλείου. Σύντομα παντρεύτηκαν με όλες τις τιμές.
Μόλις τελείωσαν οι γιορτές του γάμου, η βασιλοπούλα είπε στον πρίγκιπα ότι ο πατέρας του ζήτησε να τον δει και ότι τον είχε συγχωρέσει. Τότε ο πρίγκιπας πήγε στον πατέρα του και του είπε ότι είχε συμβεί, πως τον κορόιδεψαν τα αδέρφια του και πως τον ανάγκασαν να σωπάσει. Ο γέρος βασιλιάς ήθελε να τιμωρήσει του δύο μεγαλύτερους γιους του, αλλά αυτοί είχαν πάρει ένα πλοίο, έφυγαν μακριά και δεν επέστρεψαν σε όλη τους τη ζωή.
Μια χρονιά τελειώνει και μία νέα ξεκινάει! Έτσι περνούν οι ώρες, οι μέρες και οι μήνες.
Στους 12 Μήνες κάθε χρόνου είναι αφιερωμένο το ομώνυμο παιδικό παραμύθι!