Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Τα τρία γουρουνάκια και ο κακός Λύκος

gourounakiaΜια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν τους είπε η μαμά τους “τώρα παιδιά μου μεγαλώσετε και πρέπει να πάτε να ζήσετε τη ζωή σας χωρίς εμένα. Θα πάρει, λοιπόν, καθένα τα πράγματά του και θα πάτε να φτιάξετε από ένα σπίτι να ζήσετε. Και προσοχή! Το σπίτι που θα χτίσετε πρέπει να είναι γερό για να μη μπορεί να το γκρεμίσει ο κακός ο λύκος και σας φάει”.Πήρε, λοιπόν, το κάθε γουρουνάκι το δρόμο του.

Το πρώτο συνάντησε έναν κύριο που πουλούσε άχυρα. Σκέφτηκε, λοιπόν, “γιατί να κάθομαι να δουλεύω σαν το σκυλί, ας φτιάξω μάνι μάνι ένα σπίτι με άχυρα”. Κι έτσι αγόρασε τ’άχυρα κι έφτιαξε ένα σπίτι.

Το δεύτερο γουρουνάκι βρήκε πρόχειρα κάτι ξύλα. Σκέφτηκε κι αυτό, “με τα ξύλα αυτά θα φτιάξω το σπιτάκι”.

Το τρίτο γουρουνάκι, όμως, το πιο έξυπνο απ’όλα, έχτισε ένα σπιτάκι με τούβλα.

Ο κακός ο Λύκος μυρίστηκε τα γουρουνάκια. Πάει στο σπίτι του πρώτου και χτυπάει. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκι άνοιξέ μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ’ανοίξω. Να με φας!
Λ: Δε μ’ ανοίγεις; Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σου γκρεμίσω το σπίτι.

Κι ο λύκος φύσηξε και τα άχυρα σκορπίστηκαν στον αέρα. Το γουρουνάκι έτρεξε και ζήτησε καταφύγιο στο δεύτερο αδελφάκι του. Έρχεται κι ο κακός ο λύκος και χτυπάει την πόρτα. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκια ανοίξτε μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ’ανοίξουμε. Να μα φας;
Λ: Δε μ’ ανοίγετε;! Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σας γκρεμίσω το σπίτι.
Κι ο λύκος φύσηξε και τα ξύλα σκορπίστηκαν στον αέρα. Τότε τα γουρουνάκια
έτρεξαν γρήγορα, γρήγορα και ζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι του άλλου αδελφού.
Έρχεται ο κακός ο λύκος και χτυπάει την πόρτα. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκια ανοίξτε μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ’ανοίξουμε. Να μα φας;
Λ: Δε μ’ ανοίγετε! Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σας γκρεμίσω το σπίτι.
Ο λύκος φύσηξε με όλη του τη δύναμη και αλλά το σπίτι ήταν γερό, χτισμένο με τούβλα και δεν σκορπίστηκε όπως τα προηγούμενα. Ο λύκος τότε σκέφτηκε να κατέβει από τη καμινάδα του τζακιού. Τα γουρουνάκια ακούγοντας θόρυβο από την καμινάδα, φαντάστηκαν ότι ήταν ο κακός ο λύκος, κι έτσι έβαλαν φωτιά στα ξύλα του τζακιού. Ο λύκος δεν κατάφερε να κατέβει γιατί θα έκαιγε την ουρά του κι έτσι άφησε ήσυχα τα γουρουνάκια. Χαρούμενα τα γουρουνάκια βγήκαν να παίξουν έξω και υποσχέθηκαν την επόμενη φορά να φτιάξουν πιο γερά σπίτια!

 

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο βασιλιάς και το αλάτι

Clip Art Graphic of a Salt Shaker Cartoon CharacterΜια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς που
είχε τρεις γιους και τους αγαπούσε πολύ.
Μια μέρα αποφάσισε να δει πόσο τον αγαπούσαν κι εκείνοι.
Φώναξε λοιπόν τον καθένα και τον ρώτησε πόσο τον αγαπάει.
“Σ’ αγαπώ όσο αγαπώ το χρυσάφι και τα κοσμήματα”, είπε ο πρώτος γιος και
ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.
“Σ’ αγαπώ όσο αγαπώ τα λεφτά”, είπε ο δεύτερος γιος και πάλι ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.
“Σ’ αγαπώ όσο αγαπώ το αλάτι”, είπε ο τρίτος γιος.
Ο βασιλιάς τότε θύμωσε πολύ και έδιωξε τον τρίτο γιο από το παλάτι.

Εκείνος περιπλανήθηκε σε πόλεις και χωριά, έκανε πολλές δουλειές και κατάφερε
με την εξυπνάδα του να γίνει βασιλιάς σε μια άλλη πολιτεία.

Τα χρόνια πέρασαν, ο πατέρας του είχε πια γεράσει πολύ και είχε
σχεδόν ξεχάσει τον τρίτο του γιο.

Εκείνος όμως πάντα θυμόταν τον πατέρα του και τον άδικο διωγμό του από το παλάτι, αλλά δεν του κρατούσε κακία. Έτσι, μια μέρα αποφάσισε να κάνει ένα γιορταστικό τραπέζι και κάλεσε σ’ αυτό βασιλιάδες από κοντά κι από μακριά.
Ανάμεσά τους ήταν και ο πατέρας του.
Το τραπέζι ήταν πολύ πλούσιο.
Είχε όλων των ειδών τα φαγητά, τα φρούτα και τα γλυκά.
Μόνο που όλα τα φαγητά ήταν ανάλατα.
Έτσι είχε συμφωνήσει ο τρίτος γιος με το μάγειρα.

Όταν όλοι κάθισαν στο γιορτινό τραπέζι, ο βασιλιάς πατέρας του
πήρε το πιρούνι και άρχισε να τρώει.
Με τις πρώτες όμως πιρουνιές παραπονέθηκε ότι το φαγητό
δεν είχε καθόλου αλάτι και σταμάτησε να τρώει.
Καθόταν περίλυπος μπροστά σ’ αυτό, το τόσο πλούσιο… με άγευστα φαγητά τραπέζι.

Τότε ο τρίτος του γιος, που στεκόταν δίπλα του, αλλά ο γερο-βασιλιάς δεν είχε αναγνωρίσει, γύρισε και του είπε:
“Πατέρα, όταν πριν από πολλά χρόνια σου είπα ότι σ’ αγαπώ όσο το αλάτι, με έδιωξες από το παλάτι σου. Τώρα, γιατί είσαι τόσο λυπημένος επειδή δεν μπορείς να φας το ανάλατο φαγητό σου;”.

Ο γερο-βασιλιάς, έκπληκτος, αναγνώρισε το γιο του και κατάλαβε το λάθος του. “Συγνώμη, γιε μου, ήμουν τόσο άδικος μαζί σου…” του είπε.

Τότε ο γιος αγκάλιασε τον πατέρα του

και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Η κουκουβάγια και η πέρδικα

Μια μέρα συνάχτηκαν όλα τα πουλιά και συμφώνησαν να βάλουν τα παιδιά τους στο σχολείο να μάθουν γράμματα. Ήβραν και δάσκαλο και τον διόρισαν. Άνοιξε το σχολείο κι επήραν τα παιδιά τους και τα έγραψαν.
Ύστερα από λίγες μέρες, μερικά παιδιά πήγαν στο σχολείο και δεν ήξεραν το μάθημά τους. Ο δάσκαλος τα άφησε νηστικά το μεσημέρι. Μέσα στα παιδιά που έμειναν τιμωρία ήταν και το παιδί της κουκουβάγιας.
Η κουκουβάγια, άμα είδε πως εσχόλασαν τα παιδιά το μεσημέρι και το μωρό της δεν εσχόλασε, επήρε λίγο ψωμί και επήγε στο σχολείο να του το δώσει.
Καθώς επήγαινε, την έφτασεν η πέρδικα. Έμεινε κι εκείνης το μωρό της νηστεία, κι επήγαινε να του δώσει λίγο ψωμί. Λέγει η πέρδικα της κουκουβάγιας:
– Να χαρείς τα μάτια σου, γείτονα· έχω πολλή δουλειά και σε παρακαλώ να πάρεις και του μωρού μου το φαΐ του.
– Το παίρνω γειτόνισσα, λέγει η κουκουβάγια, αλλά δεν ξέρω το μώρο σου ποιο είναι.
– Ω, λέγει η πέρδικα, όσο γι’ αυτό, είναι πολύ εύκολο να το βρεις. Το μωρό μου είναι το πιο όμορφο μωρό του σχολείου!
Η κουκουβάγια πήγε στο σχολείο. Παρακάλεσε το δάσκαλο, κι αυτός εδέχτηκε να δώσει το ψωμί του μωρού της. Ύστερα είπε του δασκάλου να την αφήσει να δει όλα τα παιδιά. Εκοίταξε καλά καλά, δεν ήβρε το μωρό τη πέρδικας. Εγύρισε πίσω, επήγε και ήβρε την πέρδικα και της έδωσε το ψωμί της και της λέει:
– Τι να σου κάμω! Εκοίταζα μιαν ώρα και δεν το ήβρα το μωρό σου, γιατί μες στο σχολείο δεν ήταν ομορφότερο μωρό από το δικό μου!

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο σκαντζόχοιρος κι η αλεπού

Μια φορά και έναν καιρό
συνεννοηθήκανε ο σκατζόχερας με την αλεπού:
«Ξέρεις κανένα ψέμα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;»
«Ξέρω», της λέει. «Εσύ;»
«Ου, ξέρω κι εγώ πολλά!…»
Πάνε να κλέψουνε, πιάνεται στο δόκανο η αλεπού.
«Τι ψέμα, θα μου πεις, να γλιτώσω;» ρωτάει το σκατζόχερα.
«Να κάμεις τη ψόφια», της λέει εκείνος.
Έρχεται τ’ αφεντικό, βλέπει ψόφια την αλεπού, τη βγάνει από το δόκανο και την πετάει. Αμολιέται εκείνη, γλίτωσε…
Ξαναπάνε, έπειτα από μέρες, για σταφύλια.
Τώρα πιάστηκε στο δόκανο ο σκατζόχερας.
«Έλα», λέει της αλεπούς, «να μου πεις ένα ψέμα να σωθώ!».
«Τώρα», του λέει αυτή, «τα ξέχασα όλα!».
«Καλά», της λέει ο σκατζόχερας, «έλα τουλάχιστο πριν πεθάνω, να σου πω ένα μυστικό στ’ αυτί».
Πάει εκείνη κοντά την δαγκώνει δυνατά στ’ αυτί της ο σκατζόχερας, που να φύγει!..
Όσο που ήρθε τ’ αφεντικό, άρπαξε την αλεπού και τη λιάνισε στο ξύλο.
Το σκατζόχερα τον άφησε και γλίτωσε.

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Οι παιχνιδιάρικες μπούκλες της Άννας

Της Αγλαϊας Κρίκα, paramythi.com

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι, η Αννούλα. Ήταν ψηλή, λεπτή με μάτια γαλανά και ολόχρυσες πυκνές μπούκλες. Όμως αυτές οι μπούκλες δεν είχαν μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και μαγικές ιδιότητες…. κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος αυτές ταλαντεύονταν περίτεχνα και χόρευαν ξέφρενα, διασκεδάζοντας όποιον τύχαινε να δει το θέαμα αυτό και προκαλώντας όμως παράλληλα τα αρνητικά σχόλια των συμμαθητών της.

Η Αννούλα κάθε άλλο παρά χαιρόταν γι’ αυτές τις άτακτες και ευτυχισμένες κατοίκους του κεφαλιού της. Ευχόταν να είχε ίσια μαλλιά, όχι τόσο πυκνά και μαύρα, ώσπου αποφάσισε τελικά να τις ξεφορτωθεί μια για πάντα. Ήθελε να κουρέψει τα μαλλιά της τόσο κοντά όσο ενός αγοριού! Όμως κάτι περίεργο συνέβη την ημέρα που βρέθηκε στο κομμωτήριο… την ώρα που το ψαλίδι της κομμώτριας πλησίαζε απειλητικά τα κατάξανθα μαλλάκια της γλυκιάς Αννούλας, μια τρεμάμενη και σιγανή φωνούλα ακούστηκε από το πουθενά «Σε παρακαλώ μη μας κόψεις» κάνοντας την Άννα να ξαφνιαστεί.

Το κοριτσάκι κοιτούσε από ‘δω και από ‘κει αλλά δεν έβλεπε κανέναν! Η φωνούλα ξανακούστηκε: «Σε παρακαλούμε, εμείς είμαστε εδώ για να σε κάνουμε όμορφη αλλά και να σκορπίζουμε χαρά σε εσένα και τους γύρω σου γι’ αυτό χορεύαμε κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος, για να μας δώσεις σημασία!! Αλλά εσύ τίποτα!!! Σε παρακαλούμε μην μας κόψεις, θα γίνουμε οι καλύτερες φίλες!» Η Άννα λοιπόν γύρισε στο σπίτι και αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που της συνέβη εκείνη την ημέρα… Μια φορά που περπατούσε στο δρόμο και ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα, οι μπούκλες της άρχισαν να γελάνε δυνατά και να αλλάζουν χίλια χρώματα.

Η Άννα τότε τις ρώτησε: «Γιατί το κάνετε αυτό? Οι συμμαθητές μου με κοροϊδεύουν! Ν τρέπομαι να πάω στο σχολείο… Δε θέλω να το ξανακάνετε.» Όμως περνούσαν οι μέρες και οι μπούκλες δεν έλεγαν να βάλουν μυαλό. Μια μέρα λοιπόν που η Άννα καθόταν λυπημένη στο ζεστό της δωμάτιο, άρπαξε το ψαλίδι θέλοντας να βάλει τέλος στο μαρτύριό της, ώσπου ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά της ένα τόσο δα μικρούλι πλασματάκι… ήταν η νεραιδούλα Kiddy, προστάτιδα των μικρών παιδιών, με το μακρύ κουφετί φόρεμά της που άλλαζε χίλια χρώματα καθώς έπεφταν πάνω οι ζεστές, χρυσές ακτίνες του ήλιου! Είχε λιγνά ποδαράκια που τα στόλιζαν κάτι μικροσκοπικά χρυσά σανδάλια, γεμάτα από πολύτιμα, μαγικά πετράδια, μεγάλα σμαραγδένια σπινθηροβόλα μάτια και μαλλάκια μακριά, λαμπερά, ίσια και μαύρα σαν αυτά που ονειρευόταν να έχει η Αννούλα.

Την ρώτησε γιατί ήταν λυπημένη και η Αννούλα της απάντησε: δεν αντέχω άλλο με αυτά τα μαλλιά..με κοροιδεύουν οι συμμαθητές μου και γελάνε! Θα ήθελα να είχα σαν τα δικά σου που χτενίζονται εύκολα και είναι φρόνιμα. «Ωραία λοιπόν»: είπε η νεραιδούλα, «μπορώ να κάνω ένα μαγικό με το μαγικό μου ραβδάκι και τα μαλλιά σου να γίνουν όπως τα δικά μου, αλλά πρόσεξε..ποτέ δεν θα μπορέσουν να γίνουν όπως πριν». Και χωρίς δεύτερη σκέψη η Αννούλα συμφωνεί με τη νεράιδα και δίχως να το καταλάβει τα μαλλιά της έγιναν σαν της νεράιδας.

Έπειτα ακούστηκε ένας κρότος: «τσαφ» και η Κίντυ έγινε καπνός αφήνοντας πίσω της μια λάμψη. Η Αννούλα ήταν πολύ χαρούμενη για το νέο της απόκτημα. Την επόμενη μέρα πήγε στο σχολείο ελπίζοντας ότι δεν θα ξανάκουγε τα κοροιδευτικά σχόλια των συμμαθητών της. Όμως κάτι περίεργο συνέβη! Όλοι ήταν δυσαρεστημένοι και λυπημένοι κοιτάζοντας την..η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και γεμάτη λύπη.

Δεν ήταν η Αννούλα που ήξεραν. Τότε άρχισαν να της τραβάνε τα μαλλιά νομίζοντας ότι είναι ψεύτικα,με την ελπίδα ότι κάτω από αυτά κρύβονταν οι μπούκλες που ήξεραν! Όμως μάταια.. η Αννούλα πονούσε και τους φώναζε να σταματήσουν. Ξάφνου μια λάμψη θάμπωσε τα παιδιά στην αίθουσα και εμφανίστηκε η γλυκιά λιλιπούτεια νεράιδα . Είπε στα παιδιά τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ που είχε συναντήσει τη μικρή Άννα. Τα παιδιά ένιωσαν πολύ άσχημα που τόσο καιρό στεναχωρούσαν τόσο πολύ τη συμμαθήτρια τους και μετανιωμένα της ζήτησαν συγνώμη .

Η καλή νεράιδα τους είπε ότι πρέπει να δεχόμαστε τους άλλους ανθρώπους όπως είναι με όποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και αν έχουν..ακόμη και μπούκλες ατίθασες που χορεύουν και γελούν στο κάλεσμα του ανέμου! Ακόμη τους είπε ότι κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και δεν θα πρέπει να εύχεται να είναι διαφορετικός και όλοι να ζουν αγαπημένοι παρά τη διαφορετικότητα τους. Γιατί η αγάπη λύνει όλα τα προβλήματα και τις διαφορές. Και ως δείγμα αγάπης η Κίντυ έδωσε πίσω στην Άννα τα ολόχρυσα σγουρά μαλλάκια της και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα..

ΑΝ ποτέ συναντήσετε τη μικρή Άννα στο δρόμο χαιδέψτε απαλά τις μπούκλες της και φυσήξτε τες με αγάπη.. στο λεπτό θα αρχίσουν το μαγικό χορό τους..
Στη φίλη μας Άννα..

Το παραμύθι έγραψε η Αγλαΐα Κρίκα, Φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Πατρών, τμήμα Νηπιαγωγών. Ευχαριστούμε!

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Η λαίμαργη αλεπού

Μια φορά κι έναν καιρό, κάτι βοσκοί ακούμπησαν στη βαθιά τρύπα ενός δέντρου, το ψωμί τους, το κρέας και μπόλικο τυρί, για να γυρίσουν το μεσημέρι από τη δουλειά τους και να φάνε. Έτυχε όμως να περάσει από κει μια αλεπού, και της ήρθε η μυρωδιά από όλα αυτά τα φαγώσιμα. Μια και δυο τότε χώνεται στην κουφάλα του δέντρου και, πεινασμένη καθώς ήταν, δεν άφησε ούτε ψίχουλο. Βόγκαγε πια από το πολύ φαΐ που καταβρόχθισε, και σαν έκανε να βγει από την κουφάλα του δέντρου, είδε πως είχε τόσο φουσκώσει, που δεν χωρούσε να βγει από την τρύπα.
Τότε, έτυχε να περνά από κει μια άλλη αλεπού.
-Τι έχεις, ξαδέρφη, και κάνεις έτσι; της είπε.
-Άστα, καημένη, τι έπαθα. Έφαγα τόσο πολύ, που φούσκωσα, και δεν μπορώ τώρα να βγω από την τρύπα του δέντρου.
Η φιλενάδα της έβαλε τα γέλια.
-Χα, χα, χα, λαίμαργη ξαδέρφη, της είπε. Να ’ξερες τι αστεία που είσαι έτσι πρησμένη. Περίμενε τώρα εκεί μέσα λίγες ώρες ώσπου να χωνέψεις και τότε θα μπορέσεις πάλι να βγεις.
Μα δεν πιστεύω η λαίμαργη αλεπού να περίμενε πολλές ώρες, γιατί σε λίγο θα έρχονταν οι βοσκοί κα θα την περιποιόντουσαν για τα καλά…

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το άτακτο κουνουπάκι!

Κάποτε σ’ένα μαγικό δάσος ζούσαν αρμονικά πολλά και διάφορα ζώα. Από τα πιο μικρά και ήρεμα, μέχρι τα πιο μεγάλα και άγρια. Φυσικά σε ένα μαγικό δάσος τα ζώα έχουν φανταστικές ιδιότητες, όπως να μιλάνε.

Κάπου εκεί στο δάσος σ’ένα όμορφο και ψηλό δέντρο, ζούσε μια κουκουβάγια που φημιζότανε για την εξυπνάδα της και τη σοφία της. Συμβούλευε όλα τα ζώα και έλυνε πολλά προβλήματα.
Κοντά στο δέντρο της κουκουβάγιας, στον πιο μικρό από τους βάλτους ζούσε μια οικογένεια κουνουπιών. Πάντα τα κουνούπια συμβουλεύονταν την κουκουβάγια, γιατί το δάσος, αν και μαγικό έκρυβε πολλούς κινδύνους!
Έτσι μία από αυτές τις μέρες η κουκουβάγια, καλεί όλα τα μικρά κουνουπάκια να κάνουνε ένα κύκλο γύρω από αυτή
– Μικροί μου φίλοι θα σας πω δυο λόγια για το τί πρέπει να προσέχετε. Να αποφεύγετε να πετάτε πάνω από τους μεγάλους βάλτους.
– Και γιατί να γίνεται αυτό; Ρώτησε το μικρότερο κουνουπάκι. Αφού κι εμείς στους βάλτους μένουμε!
– Γιατί μικρό μου κουνουπάκι, οι βάτραχοι που κατοικούν στους βάλτους, είναι επικίνδυνοι για εσάς. Μπορούν καθώς εσείς πετάτε, να σας κάνουν μια μπουκιά!
– Και γιατί να μας φάνε και να μην είμαστε φίλοι;
– Θα σας εξηγήσω αμέσως, είπε η σοφή κουκουβάγια: Μάθετε λοιπόν πως οι βάτραχοι τρέφονται με έντομα, ιδίως με κουνουπάκια. Δεν το κάνουν από κακία αλλά από τη φύση τους φτιάχτηκαν έτσι.
Τα μικρά κουνουπάκια φοβισμένα κοιτούσαν την ευγενική κουκουβάγια τώρα πιο προσεκτικά και αυτή τη φορά, κανένα δεν είπε τίποτα, ούτε το μικρότερο απ’ όλα που ήταν και το πιο άτακτο!
– Λοιπόν, πάτε στα σπίτια σας και να θυμάστε για το καλό σας! Μακριά από τους μεγάλους βάλτους!
Αυτά τους είπε η κουκουβάγια ελπίζοντας να ακούσουν τις συμβουλές της. Παρ’ ολ’ αυτά το πιο μικρό και πιο άτακτο που το έλεγαν Κώνωψ έκανε πάντα το δικό του, χωρίς να ακούει κανέναν. Έτσι μια μέρα εκεί που έκανε ανέμελο βόλτα στο δάσος, πλησιάζοντας προς το μεγάλο βάλτο είδε έξαφνα ένα μεγάλο φίδι να επιτίθεται σε ένα μικρό βατραχάκι! Ο μικρός Κώνωψ τα έχασε μ’ αυτό το θέαμα!
– Τι να κάνω; Είπε από μέσα του. Το καημένο βατραχάκι κινδυνεύει, πρέπει να το σώσω!
Χωρίς να περιμένει λεπτό, πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βάζοντας όλη του τη δύναμη, τσίμπησε το φίδι! Ταραγμένο εκείνο το έβαλε στα πόδια!
– Σε ευχαριστώ πολύ που με έσωσες φίλε μου. Είσαι πολύ θαρραλέος! Είπε το βατραχάκι. Πώς σε λένε;
– Με λένε Κώνωψ. Έκανα αυτό που έπρεπε, απάντησε το κουνουπάκι!
– Και δε φοβήθηκες για τη ζωή σου;
– Μόλις είδα ότι κινδυνεύεις δε σκέφτηκα τίποτα! Απάντησε με Θάρρος.
Από τότε συνέβη κάτι ασυνήθιστο για το μαγικό δάσος και για όλα τα δάση του κόσμου! Ο μικρός Κώνωψ και το βατραχάκι έγιναν φίλοι!
Όταν το έμαθε αυτό η κουκουβάγια, πέταξε στο ψηλό δέντρο, έφερε ένα τεράστιο βιβλίο και είπε :
– Απ’ ότι βλέπω στο βιβλίο των προγόνων μου, κάτι τέτοιο έχει να συμβεί από την εποχή του προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ.. μισό λεπτό να δω .. προ-προ-προ-προπάππου μου! Πού ακούστηκε οι αιώνιοι εχθροί, να είναι φίλοι! Πρόσεχε Κώνωψ μην την πατήσεις κάποια μέρα!
Το κουνουπάκι λίγο σκέφτηκε τα λόγια της κουκουβάγιας και ανέμελο τριγυρνούσε καθημερινά στο δάσος, πετώντας προς τον μεγάλο βάλτο για να συναντήσει τον φίλο του. Κάποια μέρα κουρασμένο όπως ήταν, αφού έψαχνε για ώρες τον φίλο του, έκατσε στην άκρη του βάλτου για να ξεκουραστεί. Ήταν τόσο εξαντλημένο όμως που ξεχάστηκε και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του μια οικογένεια βατράχων.
Το είχαν περικυκλώσει κι ενώ ετοιμάζονταν να το κάνουν μια μπουκιά, ακούστηκε από το βάθος ο φίλος του να κοάζει θυμωμένα και ανήσυχα! Την ίδια στιγμή ο Κώνωψ βρήκε την ευκαιρία να πετάξει γρήγορα και να ξεφύγει!
Όταν οι βάτραχοι απομακρύνθηκαν, το μικρό βατραχάκι έκανε νόημα στον Κώνωψ να κατέβει.
– Δεν έχω λόγια για να σε ευχαριστήσω, είπε!
– Δεν χρειάζεται φίλε μου, για αυτό είναι οι φίλοι, είπε χαμογελώντας το βατραχάκι.
Από εκείνη τη μέρα και ύστερα, το μικρο βατραχάκι και το μικρό κουνουπάκι έγιναν δυο αχώριστοι φίλοι και όπου κι αν κοιτούσες, μαζί θα τους έβλεπες!
Έτσι κυλούσαν ευχάριστα οι μέρες στο μαγικό δάσος με παιχνίδια αλλά και με περιπέτειες για τους μικρούς μας φίλους, τις οποίες αντιμετώπιζαν πάντα μαζί!

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο Άγιος και το κουπί

Το σπίτι του Γιάννη είναι κοντά στο βουναλάκι του χωριού και κάθε πρωί που ξυπνά αντικρίζει από το παράθυρό του το άσπρο εκκλησάκι, που είναι χτισμένο στην κορυφή του, τον Προφήτη Ηλία. Πολλές φορές ο Γιάννης έχει ανέβει με τον παππού και έχει ανάψει το κεράκι του μπρος στην εικόνα του Αγίου. Ο Γιάννης όμως τώρα μεγάλωσε και θέλει όλα να τα μαθαίνει.
-Γιατί, γιαγιά, ο Άγιος βαστά στον ώμο του ένα κουπί; Τι το θέλει στην κορφή του βουνού το κουπί; Τόσο πολύ αγαπάει τη θάλασσα;
-Κάθε άλλο, του λέει η γιαγιά του. Άκου την ιστορία του για να τη μάθεις, Γιάννη μου! Ο Αη-Λιάς μπήκε από μικρός στα βάσανα της θάλασσας και γέρασε πάνω στο κύμα και μέσα στις φουρτούνες. Κακόπαθε τόσο σα ναύτης και κόντεψε τόσες φορές να πνιγεί, που βαρέθηκε πια τη θάλασσα και τα ταξίδια κι αποφάσισε, σα γέρασε, να πάει σ’ ένα μέρος που να μην ξέρουν οι άνθρωποι ούτε τι θα πει καράβι και θάλασσα. Πήρε λοιπόν το κουπί του στον ώμο και βγήκε στη στεριά. Περπάταγε, περπάταγε βδομάδες και μήνες, και όποιον συναντούσε του έδειχνε το κουπί και τον ρωτούσε: «Ξέρεις τι είναι αυτό;» «Κουπί» του λέγανε όλοι. Και ο Αη-Λιάς έπαιρνε πάλι το δρόμο και όλο ανέβαινε και πιο ψηλά ώσπου κάποτε έφτασε στην κορυφή ενός βουνού. Ρωτά τους ανθρώπους που βρήκε εκεί πάνω: «Τι ειν’ αυτό που κρατώ;» «Ξύλο», του λένε. Τότε κατάλαβε πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους μήτε θάλασσα μήτε κουπί και έμεινε μαζί τους. Γι’ αυτό όταν χτίζουν καμιά εκκλησία στις βουνοκορφές, τη χτίζουν πάντα στ’ όνομα του προφήτη Ηλία.
πηγή: παραμύθια της θείας Λένας.

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ένας Γκρινιάρης Καλικάντζαρος…

Ο Φρέντι περνούσε την ώρα γκρινιάζοντας στο φίλο του το Λιουκ.

Ο Λιουκ ήθελε να γίνει καλικάντζαρος – γιατρός και σκέφτηκε πως, ακούγοντας υπομονετικά το Φρέντι να κλαψουρίζει για το παραμικρό χτυπηματάκι, μπορούσε να εξασκηθεί γιατρεύοντάς τον. Έτσι θα μάθαινε το επάγγελμά του.

Μια μέρα, ο Φρέντι ήρθε να τον βρει κλαψουρίζοντας, όμως χωρίς κανένα φανερό τραύμα, ούτε καν κακή όψη. Αντίθετα, ο Λιουκ τον είδε πολύ καλά, χαρούμενο, παρά την γκρίνια του, που, τώρα, έμοιαζε ψεύτικη.

• Πώς είσαι; ρώτησε ο Λιουκ. Έχεις υπέροχη όψη σήμερα.

• Βρίσκεις;… είπε ο Φρέντι. Ωστόσο, δε νιώθω πολύ καλά.

• Πονάει η κοιλιά σου; ρώτησε ο Λιουκ.

• Όχι και τόσο, είπε ο Φρέντι.

• Ναι ή όχι, πονάει η κοιλιά σου; είπε κοφτά ο Λιουκ.

• Όχι! Δε νομίζω.

• Λοιπόν! Τι τρέχει; ρώτησε ενοχλημένος ο Λιουκ.

• Δεν ξέρω, είπε ο Φρέντι. Δεν είμαι καλά.

Ο Λιουκ δεν ήξερε τι να πει. Κοίταξε το φίλο του, που χαμήλωσε το βλέμμα και δεν είπε τίποτα.

• Νομίζω πως ασχολιόμαστε υπερβολικά μαζί σου, φιλαράκο μου, είπε ο Λιουκ. Άλλωστε κι εσύ ασχολείσαι πολύ με τον εαυτό σου. Προσπάθησε να σκεφτείς λίγο και τους άλλους και θα νιώσεις καλύτερα, σε διαβεβαιώ.

• Μα κανείς δε με χρειάζεται, είπε ο Φρέντι.

Ο Φρέντι είχε δίκιο. Επειδή βογκούσε όλη μέρα και παραπονιόταν συνεχώς, όλοι τον απέφευγαν και κανείς δε θα σκεφτόταν ποτέ να του ζητήσει κάποια εξυπηρέτηση. Τον ρωτούσαν απλώς αν ήταν καλά και ο Φρέντι δε απαντούσε ποτέ ναι.

– Δεν υπάρχει λύση για σένα, Φρέντι, είπε ο Λιουκ κάπως σκληρά. Είσαι χαμένη περίπτωση. Θα είσαι όλη σου τη ζωή ένας γκρινιάρης καλικάντζαρος. Στα καλικαντζαροχωριά, πάντα υπάρχουν ένας δυο τέτοιοι. Ε λοιπόν, εδώ, αυτός θα είσαι εσύ. Δεν πειράζει, έτσι είναι.

– Νομίζεις; ρώτησε ο Φρέντι αναστατωμένος.

Και γύρισε στο σπίτι του, ευχαριστημένος που ήταν επιτέλους κι αυτός ξεχωριστός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ο γκρινιάρης του χωριού.

Πηγή: από το βιβλίο Χειμωνιάτικες Ιστορίες (Gregoire Solotareff)

Κατηγορίες
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο παπάς, η αλεπού & ο γάιδαρος

DonkeyΜια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς και μια παπαδιά. Μια μέρα ο παπάς λέει στην παπαδιά του:

– Ζέψε μου το γάιδαρο, παπαδιά, να πάω να μαζέψω τα ψυχούδια,* που είναι σήμερα Ψυχοσάββατο.

– Καλά, παπά μου, του λέει η παπαδιά κι επήε και του ’ζεψε το γάιδαρο. Ο παπάς τον καβαλίκεψε κι έφυγε.

Αφού μάζεψε όλα τα ψυχούδια, εφόρτωσε το γάιδαρό του και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο όμως που πήγαινε, βλέπει ξαπλωμένη κάτου μιαν αλουπού. Την εσκούντησε λίγο, μα είδε πως ήταν ψόφια και την άφησε. Εκεί που περπατούσε, απάντησε κι άλλη αλουπού, το ίδιο κι αυτή ψόφια. Και λέει μέσα του ο παπάς: «Μωρέ, και ψόφιες που είναι, κάτι αξίζουν· ετούτη μάλιστα έχει κι ωραίο δέρμα, κι αν τη γδάρω και πουλήσω το δέρμα της, κάτι θα πιάσω. Άσ’ τηνε όμως τώρα, και γυρίζω έπειτα και την παίρνω». Προχωρώντας, απανταίνει κι άλλη αλουπού. «Μωρέ, λέει, θα γυρίσω ναν τις μάσω και τις τρεις.» Κι απαράτησε το γάιδαρο μοναχόνε. Πάει όμως να πάρει τις αλουπούδες και δεν εβρήκε καμιά· γιατί οι ψόφιες αλουπούδες που απάντησε ήταν και οι τρεις μια ζωντανή, που όλο έτρεχε μπροστά από τον παπά κι έκανε την ψόφια. Γυρίζει τότες πίσω ο παπάς, κοιτάζει για το γάιδαρό του, μα τίποτα. Είχε γίνει κι εκείνος άφαντος. Πάει σπίτι του και ρωτάει την παπαδιά.

– Παπαδιά μου, ήρθ’ ο γάιδαρός μας;

– Όχι, του λέει εκείνη.

Την ίδια στιγμή, νά σου και το γαϊδούρι, αλλά χωρίς ψυχούδια. Η αλουπού το ’χε πάρει στη φωλιά της, και μαζί με άλλες αλουπούδες εξεφόρτωσε τα ψυχούδια. Ο παπάς, μόλις είδε το γάιδαρο αδειανό, άρπαξε έναν πορτιέρη* κι άρχισε να τον κοπανάει στα καλά.

– Τι έκαμες, μωρέ τα ψυχούδια;

Ο γάιδαρος τότες του λέει;

– Σαμάρωσέ με, δέσποτα, βάλε μου και καινούργια σκοινιά, και θα δεις που θα σου φέρω τις αλουπούδες που μας πήρανε τα ψυχούδια.

Ευχαριστημένος ο παπάς, τον εσαμάρωσε και τον έστειλε. Ο γάιδαρος πήγε όξου από τη φωλιά των αλεπούδωνε κι έκανε τον ψόφιο. Βγαίνει μια αλουπού, βλέπει έτσι το γάιδαρο, και γυρίζει και το λέει στις άλλες. Τρέχουν όλες τους τότες και δένονται από τα σκοινιά του γαϊδάρου, για να τον τραβήξουνε μέσα στη φωλιά τους. Αλλά την ίδια στιγμή σηκώνεται εκείνος, κι όπως ήτανε δεμένες οι αλουπούδες, αρχίζει να τρέχει, και τις έσυρε ώς το σπίτι του παπά.

Ο παπάς ευχαριστήθηκε πολύ και λέει στην παπαδιά:

– Βλέπεις, παπαδιά μου, ο κακομοίρης ο γαϊδαράκος μας τι καλός που είναι; Τώρα, με τα τομάρια από τις αλεπούδες θα πάρουμε πολλά λεφτά.

Κι εζήσανε καλά κι εμείς εδώ καλύτερα.